-
101 обойти
обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдяρ.σ.μ.1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.
|| (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.
5. (εξ)απατώ•его обошли τον αξαπάτησαν.
1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.
2. κοστίζω, στοιχίζω•обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.
3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.
|| τα καταφέρνω•без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.
|| αρκούμαι, περνώ, πορεύω.4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.
5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.
6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι. -
102 огрызнуться
ρ.σ.1. (για σκύλο) γρυλίζω, γρύζω.2. μτφ. απαντώ απότομα, διακοφτά. -
103 осадить
осадить 1-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаждённый, βρ: -дён, -дена, -дешρ.σ.μ.1. πολιορκώ•осадить город, крепость πολιορκώ την πόλη, το φρούριο.
|| συνωστίζομαι, συνωθούμαι γύρω περικυκλώνω.2. ενοχλώ, παραζαλίζω, παρασκοτίζω βομβαρδίζω (με ερωτήσεις, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).осадить 2-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. μπήγω, χώνω•осадить сваю μπήγω πάσσαλο.
2. κατακαθίζω, κάνω τι να κατακαθίσει.осадить 3(γραμμ. στοιχεία βλ. осадить 2).1. αναχαιτίζω, συγκρατώ. || σταματώ απότομα με κίνηση προς τα πίσω. || υποχρεώνω σε πισωδρόμηση•-и назад κάνε πίσω.
2. μτφ. διακόπτω• επαναφέρω στην τάξη. -
104 осаживать
ρ.δ.βλ. осадить 2.κατακάθομαι, κατακαθίζω.ρ.δ.βλ. осадить 2αναχαιτίζομαι, συγκρατιέμαι. || σταματώ απότομα. || πισωδρομώ υποχωρώ. -
105 отбрить
-рю, -реешьρ.σ.μ.αποξυρϊζω, τελειώνω το ξύρισμα. || μτφ. απαντώ απότομα, δίνω πληρωμένη (τσουχτερή) απάντηση.αποξυρίζομαι. -
106 отдёргивать
-
107 откачнуть
ρ.σ.μ. κουνώ, κινώ μετακινώ. || μτφ. (απρόσ.) αποστρέφομαι, ξεκόβω•его -ло от старых друзей αυτός ξέκοψε από τους παλιούς φίλους.
κουνιέμαι, κινούμαι, μετακινούμαι. || κινούμαι απότομα προς τα πίσω. μτφ. (απλ.) αποστρέφομαι, ξεκόβω. -
108 отпрянуть
ρ.σ. αναμερίζω απότομα• αναπηδώ ανασκιρτώ• ανατινάσσομαι. -
109 отрезать
отрезать 1-жу, -жешьρ.σ.μ.1. αποκόπτω, εκτέμνω, κόβω•отрезать кусок хлеба κόβω ένα κομμάτι ψωμί.
|| κόβω με το πριόνι, πριονίζω•отрезать доску κόβω τη σανίδα με το πριόνι.
2. παραχωρώ κομμάτι γης δίνω ως κλήρο.3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι, χάνω τη σύνδεση, επαφή.4. μτφ. φράζω, εμποδίζω, κόβω•отрезать пути отступления κόβω τους δρόμους υποχώρησης•
все дороги отрезаны όλοι οι δρόμοι κόπηκαν.
5. απαντώ απότομα, διακόπτω, αντικόβω.εκφρ.как ножом отрезать – λέγω κατηγορηματικά και αμετάκλητα, κόβω με το μαχαίρι•как (ножом) -ло – κόπηκε οριστικά, μια και καλή•- занный ломоть – ξεκομμένος από την οικογένεια ή την κολλεχτίβα.αποκόπτομαι, κόβομαι.отрезать 2ρ.δ.βλ. отрезать.1. αποκόπτομαι, αποκόβομαι, αποτέμνομαι. || πριονίζομαι, κόβομαι με το πριόνι.2. (για γη) κόβομαι, χωρίζομαι σε τεμάχια.3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι, χάνω τη σύνδεση,την επαφή.4. φράζομαι, κόβομαι, εμποδίζομαι. -
110 отрубить
-ублго, -убишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрубленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. αποκόπτω, κόβω (με κοφτερό εργαλείο)•отрубить ветку κόβω κλαδί•
отрубить руку κόβω το χέρι•
отрубить голову κόβω το κεφάλι, αποκεφαλίζω,καρατομώ.
2. διακόπτω ομιλούντα, λέγω απότομα ή σύντομα. -
111 отшатнуть
ρ.σ.μ. απωθώ, σπρώχνω, ρίχνω κάτω ή στο πλάι.αποτραβιέμαι, αποσύρομαι απότομα. || μτφ. αποχωρώ, ξεκόβω παύω να επικοινωνώ. -
112 переворошить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переворошенный, βρ: -шен, члена., -шено; ρ.σ.μ.1. γυρίζω, αναστρέφω, μεταστρέφω όλα ή πολύ•переворошить сено γυρίζω το χορτάρι.
|| τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω με τη σειρά. || επαναφέρω στη μνήμη, στο νου, ξαναθυμούμαι.2. αλλάζω, μεταβάλλω απότομα το παν ή μέρος. -
113 подбросить
ρ.σ.μ.1. ρίχνω προς τα πάνω, α-ναρρίπτω•подбросить мяч πετώ το τόπι προς τα πάνω.
|| (συνήθως απρόσ.) ανατινάσσω, τραντάζω, αναπηδώ. || ρίχνω κάτω από•подбросить окурок под диван πετώ το αποτσίγαρο κάτω από το ντιβάνι.
2. απότομα σηκώνω, ανυψώνω• ανατινάσσω,3. επιρρίπτω, βάζω επιπλέον. || (για χαρτπ.) δίνω, ρίχνω, πασσάρω (χαρτί)•подбросить валета ρίχνω βαλέ.
|| στέλλω•подбросить свежие силы ρίχνω νέες δυνάμεις..
4. βάζω, ρίχνω κρυφά•подбросить документы ρίχνω κρυφά έγγραφα.
|| αφήνω έκθετο, εκθέτω•подбросить младенца εκθέτω βρέφος.
5. μεταφέρω, πηγαίνω ως•-рось его до станции μετάφερε τον ως το σταθμό.
-
114 подвалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подваленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.1. ρίχνω επιρρίπτω, επισωρεύω•подвалить землю к кустам ρίχνω χώμα στα δενδρύλλια,
2. μτφ. ρίχνω συμπληρωματικά, επιπροσθέτω.3. μτφ. εμφανίζομαι απότομα (για αισθήματα κλπ.)•έρχομαι, φτάνω.-валю, -валишьρ.σ.(απλ.) έρχομαι, καταφτάνω (κατά μεγάλο αριθμό), εισρέω. || (απρόσ.) επιρρίπτω, ρίχνω, πέφτω ακόμα. || (για σκάφος) πλησιάζω, προσορμίζω. -
115 поддать
ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.εκφρ.поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•
не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•
его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•
не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•
поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.
-
116 подёргать
ρ.σ.1. τραβώ•подёргать за уши τραβώ α-πο τα αυτιά•
подёргать за рукав τραβώ από το μανίκι.
2. κινώ απότομα, σπασμωδικά• τινάζω.3. βγάζω (για πολλά, όλα)•подёргать все гвозды βγάζω όλα τα καρφιά•
подёргать все морковки βγάζω (ξεριζώνω) όλα τα καρότα.
βλ. дёргаться (1 σημ.). -
117 подсечь
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под-сеченный, βρ: -чен, -чена, -чено.1. υποκόπτω, κόβω από κάτω, από τη ρίζα. || μτφ. διακόπτω, σταματώ απότομα.2. ζελογγιάζω, ξεχερσώνω μέρος δάσους για καλλιέργεια.3. τραβώ το αγκίστρι, αγκιστρώνω.ноги -клись μου κόπηκαν τα πόδια (από αδυναμία, φόβο κ.τ.τ.). -
118 порывать(ся)
порывать 1-аетρ.δ. απρόσ. παλ. διεγείρω, εξεγείρω φλέγω, ανάβω.1. σηκώνομαι απότομα, ανίσταμαι, ανορθώνομαι., πετάγομαι όρθιος.2. επιδιώκω δοκιμάζω, προσπαθώ αποπειρώμαι.ρ.δ.βλ. порвать(ся) (3 σημ.). -
119 преломить
млю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преломленный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. παλ. θραύω, σπάζω, τσακίζω.2. (φυσ.) διαθλώ.3. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω. || παρανοώ.1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι.2. (φυσ.) διαθλώμαι.3. μτφ. αδυνατίζω, εξαντλούμαι, τσακίζομαι, κόβομαι, καταβάλλομαι.4. μτφ. παλ. αλλάζω απότομα, κάνω απότομη στροφή σπάζω•зима -лась ο χειμώνας έσπασε•
5. μτφ. παίρνω, αποκτώ άλλη έννοια, νόημα. -
120 прилить
ρ.σ.1. μ. χύνω συμπληρωματικά.2. συρρέω εισρέω.3. μτφ. διαχέομαι απότομα, ξεσπώ εκδηλώνομαι βίαια (για αισθήματα).
См. также в других словарях:
ἀποτομᾷ — ἀποτομή cutting off fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότομα — ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek