Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπότομα

  • 81 вспыхнуть

    ρ.σ.
    1. αναφλέγομαι, ανάβω•

    порох -ул η μπαρούτη πήρε φωτιά.

    || πετώ φωτιές,ξεσπώ•

    -ул пожар ξέσπασε πυρκαγιά.

    2. μτφ. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ•

    -ла воина ξέσπασε ο πόλεμος•

    -ла страсть ξέσπασε το πάθος•

    -ла паника ξέσπασε πανικός.

    || μτφ. κοκκινίζω αμέσως (από αίσθημα)•

    девочка -ла и убежала το κορίτσι κοκκίνισε αμέσως κι έφυγε τρέχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > вспыхнуть

  • 82 выбросить

    -ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ έξω•

    он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•

    выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.

    || μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•

    в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.

    || μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•

    выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•

    выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.

    2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•

    выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•

    -винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.

    3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.
    4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.
    5. βγάζω, ρίχνω•

    выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.

    εκφρ.
    выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•
    -лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•
    выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.
    ρίχνομαι, πηδώ κάτω•

    он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.

    || εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбросить

  • 83 вывернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вывернутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. ξεβιδώνω, εκκοχλιώ, αποκοχλιώ•

    вывернуть винт ξεβιδώνω τη βίδα.

    2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω, στραβώνω. || στραμπουλίζω, συραγγουλίζω, βγάζω. || αναστρέφω, αναποδογυρίζω.
    3. αναστρέφω, γυρίζω το μέσα έξω.
    4. αμ. βλ. вывернуться (5 σημ.).
    1. ξεβιδώνομαι, εκκοχλιώνομαι, αποκοχλιώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξεκλειδώνομαι, στραμπουλίζομαι, βγαίνω•

    -лась нога έπαθε εξάρθρωση το πόδι.

    3. αναστρέφομαι•

    рукав -лся το μανίκι γύρισε ανάποδα.

    4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω, ξεφεύγω. || μτφ. (τη) γλυτώνω, επιτήδεια βγαίνω από δύσκολη κατάσταση.
    5. στρίβω, γυρίζω απότομα, κάνω απότομη στροφή.

    Большой русско-греческий словарь > вывернуть

  • 84 выкамаривать

    ρ.δ.μ. κ. αμ. (απλ.) ενεργώ, πράττω απρόοπτα, απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > выкамаривать

  • 85 вымахнуть

    ρ.σ. (απλ.)
    1. ρίχνω, πετώ.
    2. εξέρχομαι, βγαίνω γρήγορα, απότομα, ξεπετιέμαι.
    3. μεγαλώνω, αυξαίνω, ψηλώνω.

    Большой русско-греческий словарь > вымахнуть

  • 86 выметнуть

    ρ.σ.μ. ρίχνω, πετώ βίαια, απότομα.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι έξω.
    2. ορμώ, τρέχω ορμητικά έξω.

    Большой русско-греческий словарь > выметнуть

  • 87 вынести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•

    вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.

    || γράφω, σημειώνω•

    вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.

    || υποβάλλω, φέρω•

    решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.

    2. μεταφέρω γρήγορα.
    3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•

    я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.

    4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.

    5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•

    душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.

    6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•

    вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•

    вынести резолюцию παίρνω απόφαση•

    вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•

    решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).

    εκφρ.
    вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•
    вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.
    βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > вынести

  • 88 вышвырнуть

    ρ.σ.
    1. πετώ, ρίχνω έξω απότομα, φρουντζολίζω.
    2. μτφ. διώχνω με άσχημο τρόπο (σκαιώς), πετώ έξω.

    Большой русско-греческий словарь > вышвырнуть

  • 89 грянуть

    ρ.σ. βροντώ, αναβροντώ, κροτώ απότομα, μπουμπουνίζω, αντηχώ ξαφνικά•

    -ул гром μπουμπούνισε ξαφνικά•

    -ул выстрел αντήχησε ξαφνικά πυροβολισμός•

    -ла музыка ξαφνικά και δυνατά αντήχησε η μουσική.

    || μτφ. ξεσπώ• ανάβω• εκδηλώνομαι βίαια κ. απρόοπτα•

    -ла воина ξέσπασε ο πόλεμος•

    -ул бой άναψε η μάχη•

    -ул дождь ξαφνικά ε’βρεξε δυνατά.

    πέφτω με κρότο, με γδούπο, βροντοκοπώ, σωριάζομαι με κρότο.

    Большой русско-греческий словарь > грянуть

  • 90 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 91 дерябнуть

    ρ.σ. (απλ.) τραβώ, αποσπώ, αρπάζω απότομα. || (για οινοπν. ποτά) πίνω, κατεβάζω μονοκοπανιά.

    Большой русско-греческий словарь > дерябнуть

  • 92 дрогнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ.дрог, -ла, -ло
    ρ.δ.
    παγώνω, τρέμω από το κρύο, ριγώ, τουρτουρίζω.
    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. -нул, -ла, -ло ρ.σ.
    1. σκιρτώ, ανασκιρτώ, ανατινάσσομαι, αναπηδώ (από ζωηρό αίσθημα). || τρεμοσβήνω. || αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω γρήγορα, απότομα (για φωνή, έκφραση προσώπου).
    2. διστάζω, αμφιβάλλω, αμφιρρέπω, (αμφι)ταλαντεύομαι, ενδοιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > дрогнуть

  • 93 закинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    закинуть невод ρίχνω το δίχτυ•

    закинуть мячик на крышу πετώ το τόπι στη στέγη.

    2. μτφ. φέρω σε δυσχερή θέρη•

    судьда -ла меня сюда η τύχη μ’ έρριξε εδώ•

    -петлю ρίχνω θηλειά•

    закинуть ногу на ногу ρίχνω το πόδι απανωτό•

    высоко закинуть голову σηκώνω ψηλά το κεφάλι, τινάζω το κεφάλι επάνω•

    закинуть голову назад γέρνω απότομα το κεφάλι πίσω•

    бурей -ло корабль к неизвестным берегам η τρικυμία έρριξε το καράβι σε άγνωστες ακτές. закинуть дело παραμελώ υπόθεση.

    εκφρ.
    закинуть словечко – α) πετώ μια λεξούλα (κάυω υπαινιγμό)• β) λέγω ένα καλό λόγο (συνηγορώ)•
    закинуть удочку – ψαρεύω, προσπαθώ να μάθω.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι.
    2. γέρνω πίσω.
    3. τρέχοντας πετάγομαι στην άκρη (για άλογο).

    Большой русско-греческий словарь > закинуть

  • 94 запахнуть

    ρ.σ. αρχίζω να μυρίζω.
    ρ.σ.μ. κλείνω τα φύλλα ενδύματος•

    запахнуть полы халата κουμπώνω τη ρόμπα.

    || κλείνω απότομα (πόρτα, παράθυρο κ.τ.τ.).
    καλύπτομαι, τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•

    -в шубу τυλίγομαι στη γούνα.

    Большой русско-греческий словарь > запахнуть

  • 95 круто

    επίρ.
    απότομα• ξαφνικά. || σφιχτά. || έντονα• δυνατά, ισχυρά.
    εκφρ.
    круто посолить ή круто посыпать солью – ρίχνω πολύ αλάτι•
    круто приходится кому? – δύσκολα είναι για κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > круто

  • 96 крутобокий

    επ., απότομος•

    -ие скалы απότομα βράχια.

    Большой русско-греческий словарь > крутобокий

  • 97 мах

    α.
    1. κίνηση γρήγορη στον αέρα. || περιστροφή τροχού.
    2. βήμα ζώων (ιδίως αλόγων).
    εκφρ.
    одним ή единым -ом, с одного ή единого -у; с -у – μονομιάς, με μιας στο άψε-σβήσε•
    во весь мах – ολοταχώς•
    с -у, со всего -у – ξαφνικά, απότομα, με ξαφνική απότομη κίνηση•
    дать -у – λαθεύω, αστοχώ.
    επιφ. με σημ. κατηγ. φρατ (στη στιγμή, ακαριαία).

    Большой русско-греческий словарь > мах

  • 98 набежать

    -егу, -ежишь, -егут
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, σκοντάφτω, τρακάρω, πέφτω επάνω. || καλύπτω, σκεπάζω κινούμενος•

    тучки -ли на луну συννεφάκια σκέπασαν το φεγγάρι•

    волна -ла на берег το κύμα σκέπασε την ακτή.

    || βγαίνω, εμφανίζομαι•

    -ли морщины на лоб εμφανίστηκαν ρυτίδες στο μέτωπο•

    -ли слёзы έτρεξαν (πήγαν) δάκρυα.

    2. εμφανίζομαι ξαφνικά, απότομα•

    ветер -ал ξαφνικά φύσηξε άνεμος.

    3. μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάζομαι, συναθροίζομαι•

    воры -ли μαζεύτηκαν κλέφτες.

    || ρέω, τρέχω, χύνομαι•

    вода -ла в яму νερό πολύ έτρεξε στο λάκκο.

    || (για χρήματα, τόκους) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, αποταμιεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > набежать

  • 99 нахлынуть

    -нет
    ρ.σ. χύνομαι, ξεσπώ,τρέχω, εκρέω απότομα, ξαφνικά ξεσπώ•

    -ли сл-зы ξέσπασαν δάκρυα.

    || μτφ. (για σκέψεις,αισθήματα κ.τ.τ.) εμφανίζομαι, έρχομαι αλλεπάλληλα• κατέχομαι, κυριεύομαι•

    -ли воспоминания ήρθαν σωρεία αναμνήσεων.

    Большой русско-греческий словарь > нахлынуть

  • 100 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

См. также в других словарях:

  • ἀποτομᾷ — ἀποτομή cutting off fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότομα — ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»