Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπότομα

  • 61 sourly

    adverb απότομα,ξινισμένα

    English-Greek dictionary > sourly

  • 62 spin

    [spin] 1. present participle - spinning; verb
    1) (to (cause to) go round and round rapidly: She spun round in surprise; He spun the revolving door round and round.) περιστρέφω/-ομαι,στριφογυρίζω/στρίβω(νόμισμα)/γυρίζω απότομα
    2) (to form threads from (wool, cotton etc) by drawing out and twisting: The old woman was spinning (wool) in the corner of the room.) κλώθω,γνέφω
    2. noun
    1) (a whirling or turning motion: The patch of mud sent the car into a spin.) περιστροφή,στριφογύρισμα,περιδίνηση
    2) (a ride, especially on wheels: After lunch we went for a spin in my new car.) βόλτα με αυτοκίνητο
    - spin-drier
    - spin out

    English-Greek dictionary > spin

  • 63 spring

    [spriŋ] 1. past tense - sprang; verb
    1) (to jump, leap or move swiftly (usually upwards): She sprang into the boat.) πηδώ/(ξε)πετάγομαι,τινάζομαι
    2) (to arise or result from: His bravery springs from his love of adventure.) πηγάζω
    3) (to (cause a trap to) close violently: The trap must have sprung when the hare stepped in it.) κλείνω απότομα
    2. noun
    1) (a coil of wire or other similar device which can be compressed or squeezed down but returns to its original shape when released: a watch-spring; the springs in a chair.)
    2) (the season of the year between winter and summer when plants begin to flower or grow leaves: Spring is my favourite season.)
    3) (a leap or sudden movement: The lion made a sudden spring on its prey.)
    4) (the ability to stretch and spring back again: There's not a lot of spring in this old trampoline.)
    5) (a small stream flowing out from the ground.)
    - springiness
    - sprung
    - springboard
    - spring cleaning
    - springtime
    - spring up

    English-Greek dictionary > spring

  • 64 steeply

    adverb (in a steep or sudden way: The path/prices rose steeply.) απότομα/κατακόρυφα

    English-Greek dictionary > steeply

  • 65 stop dead

    (to stop completely: I stopped dead when I saw him.) σταματώ απότομα,κοκαλώνω

    English-Greek dictionary > stop dead

  • 66 swerve

    [swə:v] 1. verb
    (to turn away (from a line or course), especially quickly: The car driver swerved to avoid the dog; She never swerved from her purpose.) αλλάζω απότομα κατεύθυνση
    2. noun
    (an act of swerving: The sudden swerve rocked the passengers in their seats.) απότομη αλλαγή κατεύθυνσης, στραβοτιμονιά

    English-Greek dictionary > swerve

  • 67 tartly

    adverb απότομα

    English-Greek dictionary > tartly

  • 68 twitch

    [twi ] 1. verb
    1) (to (cause to) move jerkily: His hands were twitching.) συσπώ, συσπώμαι
    2) (to give a little pull or jerk to (something): He twitched her sleeve.) τραβώ απότομα
    2. noun
    (a twitching movement.) νευρική σύσπαση

    English-Greek dictionary > twitch

  • 69 whip

    [wip] 1. noun
    1) (a long cord or strip of leather attached to a handle, used for punishing people, driving horses etc: He carries a whip but he would never use it on the horse.) μαστίγιο
    2) (in parliament, a member chosen by his party to make sure that no one fails to vote on important questions.) βουλευτής υπεύθυνος για την κομματική πειθαρχία
    2. verb
    1) (to strike with a whip: He whipped the horse to make it go faster; The criminals were whipped.) μαστιγώνω
    2) (to beat (eggs etc).) χτυπώ
    3) (to move fast especially with a twisting motion like a whip: Suddenly he whipped round and saw me; He whipped out a revolver and shot her.) στρίβω απότομα, τραβώ ξαφνικά
    - whipped cream
    - whip up

    English-Greek dictionary > whip

  • 70 yank

    [jæŋk] 1. noun
    (a sudden sharp pull; a jerk: She gave the rope a yank.) απότομο τράβηγμα
    2. verb
    (to pull suddenly and sharply: She yanked the child out of the mud.) τραβώ απότομα

    English-Greek dictionary > yank

  • 71 вламываться

    [βλάμυβατσα] ρ. μπαίνω απότομα

    Русско-греческий новый словарь > вламываться

  • 72 круто

    [κρούτα] επίρ. απότομα, ξαφνικά

    Русско-греческий новый словарь > круто

  • 73 вламываться

    [βλάμυβατσα] ρ μπαίνω απότομα

    Русско-эллинский словарь > вламываться

  • 74 круто

    [κρούτα] επίρ απότομα, ξαφνικά

    Русско-эллинский словарь > круто

  • 75 взреветь

    -ву, -вешь, ρ.σ.
    μουγκρίζω, βρυχώμαι απότομα, ξαφνικά. || σφυρίζω δυνατά•

    поезд -ел το τραίνο σφύριξε.

    || κραυγάζω.

    Большой русско-греческий словарь > взреветь

  • 76 вильнуть

    -ну, -нешь ρ.σ.
    1. βλ. вилять (1 σημ.).
    2. αναμεριώ, -ίζω γρήγορα.
    3. στρίβω απότομα, κάνω απότομη στροφή (για δρόμο, ποτάμι κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > вильнуть

  • 77 влопаться

    ρ.δ.
    1. (απλ.) πέφτω ξαφνικά, απότομα•

    влопаться в грязь πέφτω στη λάσπη.

    2. περιπίπτω, περιέρχομαι•

    он -лся в беду αυτός περιέπεσε σε δυστυχία (από σφάλμα του).

    Большой русско-греческий словарь > влопаться

  • 78 вскинуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.μ.
    αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω•

    вскинуть мешок на плечи ρίχνω το τσουβάλι στους ώμους.

    || μτφ. ανασηκώνω, ορθώνω γρήγορα•

    вскинуть голову ανασηκώνω απότομα το κεφάλι•

    вскинуть глаза ανασηκώνω γρήγορα τα μάτια.

    1. ανεβαίνω γρήγορα, πετάγομαι επάνω.
    2. μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ. старуха -лась на мужа за разбитый стакан η γρια ρίχτηκε•

    це βρισιές στον άντρα της, γιατί έσπασε το ποτήρι.

    Большой русско-греческий словарь > вскинуть

  • 79 вскочить

    -чу, -чишь, ρ.σ.
    1. πηδώ, αναπηδώ, πετιέμαι επάνω•

    вскочить на коня ανεβαίνω καβάλα στο άλογο πηδηχτά, καβαλικεύω πηδηχτά.

    2. τινάζομαι επάνω, σηκώνομαι απότομα, πετάγομαι επάνω•

    вскочить от испуга πετάγομαι επάνω από το φόβο.

    3. μτφ• μεγαλώνω, αυξάνω γρήγορα, ξεπετάγομαι•

    шишка -ла на лбу εξόγκωμα βγήκε στο μέτωπο.

    Большой русско-греческий словарь > вскочить

  • 80 вспрянуть

    ρ.σ. παλ. αναπηδώ, πετάγομαι επάνω•

    вспрянуть с места πετάγομαι επάνω από τη θέση μου•

    вспрянуть со сна πετάγομαι επάνω από τον ύπνο (σηκώνομαι απότομα).

    Большой русско-греческий словарь > вспрянуть

См. также в других словарях:

  • ἀποτομᾷ — ἀποτομή cutting off fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότομα — ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»