Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀπότομα

  • 1 acquérir

    απότομα

    Dictionnaire Français-Grec > acquérir

  • 2 brusquement

    απότομα

    Dictionnaire Français-Grec > brusquement

  • 3 рвануть

    -ну, -ншь ρ.σ.
    1. τραβώ δυνατά απότομα•

    он -ул меня за рукав αυτός με τράβηξε απότομα από το μανίκι.

    2. ξεκινώ απότομα, ορμητικά, ορμώ, χυμώ. || (για άνεμο, ρεύμα) • φυσώ δυνατά, ορμητικά. || σκάζω, κάνω έκρηξη.
    3. (απλ.)• αναχωρώ, φεύγω• πηγαίνω•

    завтра мы -м в Москву αύριο πάμε για τη Μόσχα.

    4. (απλ.) παίρνω, βουτώ• παίρνω παράνομα•

    рвануть изрядный куш βουτώ μεγάλο ποσό χρημάτων.

    ξεκινώ απότομα, ορμητικά, ορμώ, ρίχνομαι, χυμώ.

    Большой русско-греческий словарь > рвануть

  • 4 рвануть

    рвану́||ть
    сов
    1. (резко дернуть) τραβώ ἀπότομα·
    2. (резко тронуться, устремиться) ξεκινώ ἀπότομα:
    ветер \рванутьл φύσηξε ἀπότομος ἄνεμος· лошади \рванутьли τά ἄλογα ξεκίνησαν ἀπότομα.

    Русско-новогреческий словарь > рвануть

  • 5 дёргать

    ρ.δ.
    1. τραβώ κουνώντας•

    он -ал его за рукав αυτός τον τράβηξε από το μανίκι.

    2. πονώ, αισθάνομαι νυγμούς. || τρεμουλιάζω, τρέμω•

    его всего -ет τρεμουλιάζει ολόκληρος.

    || κινώ απότομα μέλος του σώματος•

    дёргать бровью ανεβοκατεβάζω τα φρύδια.

    3. μτφ. ενοχλώ, εμποδίζω, γίνομαι κουνούπι, φόρτωμα.
    4. ξεριζώνω, εκριζώνω, αποσπώ, βγάζω τραβώντας•

    дёргать зуб βγάζω το δόντι•

    дёргать лн βγάζω το λινάρι.

    5. αμ. ηχω, κραυγάζω με διακοφτή φωνή.
    εκφρ.
    носом – εισπνέω ηχηρά με τη μύτη, ρουφώ.
    κινούμαι απότομα, κάνω απότομες κινήσεις. || ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι, αποσπώμαι. || κινούμαι απότομα•

    у него -лась бровь του κουνιούνταν το φρύδι.

    Большой русско-греческий словарь > дёргать

  • 6 грубить

    грубить αυθαδιάζω, (συμπε ριφέρομαι απότομα
    * * *
    αυθαδιάζω, (συμπερι)φέρομαι απότομα

    Русско-греческий словарь > грубить

  • 7 круто

    кру́то
    нареч
    1. (обрывисто) ἀπότομα, ἀποτόμως·
    2. (резко, внезапно) ξαφνικά, αἰφνιδίως·
    3. (строго) αὐστηρά [-ῶς], ἀπότομα, ἀποτόμως:
    \круто обойтись с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > круто

  • 8 snap

    [snæp] 1. past tense, past participle - snapped; verb
    1) ((with at) to make a biting movement, to try to grasp with the teeth: The dog snapped at his ankles.) κάνω να δαγκώσω,αρπάζω
    2) (to break with a sudden sharp noise: He snapped the stick in half; The handle of the cup snapped off.) σπάω απότομα
    3) (to (cause to) make a sudden sharp noise, in moving etc: The lid snapped shut.) κλείνω απότομα με κρότο,κάνω κρακ
    4) (to speak in a sharp especially angry way: `Mind your own business!' he snapped.) λέω κοφτά
    5) (to take a photograph of: He snapped the children playing in the garden.) παίρνω φωτογραφία
    2. noun
    1) ((the noise of) an act of snapping: There was a loud snap as his pencil broke.) ξερός κρότος,κρακ
    2) (a photograph; a snapshot: He wanted to show us his holiday snaps.) φωτογραφία,στιγμιότυπο
    3) (a kind of simple card game: They were playing snap.) παιδικό παιχνίδι τράπουλας
    3. adjective
    (done, made etc quickly: a snap decision.) αστραπιαίος,της στιγμής
    - snappily
    - snappiness
    - snapshot
    - snap one's fingers
    - snap up

    English-Greek dictionary > snap

  • 9 дёрнуть

    ρ.σ.
    1. βλ. дргать.
    (απλ.) περνώ, κινώ απότομα.
    2. κινούμαι, ξεκινώ απότομα.
    3. (απλ.) πίνω, τραβώ, τσούζω•

    -ем ещё ας τσούξομε ακόμα λίγο.

    4. (απλ.) αναχωρώ με μεταφορικό μέσο.
    5. (απλ.) καταπιάνομαι, με ζήλο, στα ζεστά.
    εκφρ.
    чёрт ή нелёгкая дёрнул (-ла) – ο διάβολος μ' έσπρωξε, με παρακίνησε•
    чёрт -ул за язык; -ло за язык кого – ο διάβολος μ' έβαλε και είπα τέτοια λέξη.
    βλ. дргаться.

    Большой русско-греческий словарь > дёрнуть

  • 10 захлопнуть

    ρ.σ.μ. κλείνω απότομα ή με δύναμη, με κρότο•

    птицу -ла западня το πουλί το ‘πιάσε η παγίδα•

    он -ул дверь αυτός έκλεισε την πόρτα με δύναμη.

    κλείνομαι απότομα, με δύναμη, με κρότο.

    Большой русско-греческий словарь > захлопнуть

  • 11 ломать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•

    ломать камни σπάζω πέτρες•

    ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.

    || κατεδαφίζω, γκρεμίζω•

    ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•

    ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.

    2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.
    3. συντρίβω, θρυμματίζω•

    -каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.

    4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•

    ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.

    || αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•

    ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•

    ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.

    || καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•

    ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•

    он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.

    5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.
    6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•

    меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•

    -ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.

    7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.
    εκφρ.
    - голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•
    ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•
    ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•
    ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•
    ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•
    ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.
    1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.
    2. αλλάζω•

    голос -ется η φωνή αλλάζει.

    3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ломать

  • 12 оборвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оборвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. о
    бо-рванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ, κόβω•

    оборвать лепестки ромашки κόβω τα πέταλα της μαργαρίτας•

    оборвать яблоки с яблони κόβω τα μήλα από τη μηλιά.

    || δρέπω, μαζεύω.
    2. κόβω (διαχωρίζω)•

    оборвать нитку, проволоку κόβω την κλωστή, το σύρμα•

    оборвать рмни κόβω τα λουριά.

    3. διακόπτω απότομα, σταματώ•

    оборвать песню διακόπτω το τραγούδι•

    оборвать разговор κόβω την κουβέντα•

    оборвать пьянство κόβω το πιοτί.

    4. μτφ. αποστομώνω, φιμώνω, βουλώνω το στόμα, βουβαίνω.
    εκφρ.
    уши оборвать кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).
    1. κόβομαι, κόπτομαι•

    нитка -лась η κλωστή κόπηκε.

    2. ξεκόβομαι, πέφτω.
    3. μτφ. διακόπτομαι, σταματώ απότομα•

    разговор -лся η κουβέντα σταμάτησε•

    голос его -лся η φωνή του κόπηκε.

    || αποστομώνομαι, φιμώνομαι, βουβαίνομαι.
    4. (για ενδύματα)• ξεσχίζομαι, φθείρομαι.
    εκφρ.
    сердце -лось у меня ή -лось в сердце (в груди, внутри) у меня – κόπηκε η καρδιά μου, μου κόπηκαν τα ήπατα μου (καταφοβήθηκα).

    Большой русско-греческий словарь > оборвать

  • 13 откинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    откинуть камни с дороги πετώ τις πέτρες από το δρόμο•

    откинуть на-зэ.д ρίχνω πίσω.

    || μτφ. αποβάλλω, διώχνω, αποποιούμαι, απαρνούμαι κάτι. || ξεπερνώ, υπερνικώ. || αφήνω, δε συμπεριλαβαίνω στο λογαριασμό, δε λογαριάζω. || μεταρρίπτω•

    откинуть макароны на дуршлаг αδειάζω τα μακαρόνια στο στραγγιστήρι.

    2. (στρατ.) ανατρέπω βγάζω από τις θέσεις, τα οχυρά.
    3. μετακινώ ανεβάζω ή κατεβάζω•

    откинуть крышку рояля σηκώνω το κάλυμμα του πιάνου•

    откинуть борт грузовика κατεβάζω το πλαϊνό του φορτηγού αυτοκίνητου.

    || μετακινώ απότομα, αναμερίζω•

    откинуть занавеску αναμερίζω το κουρτινάκι..

    (για κεφάλι, χέρια, πόδια) ρίχνω, γυρίζω, γέρνω προς τα πίσω.
    1. ανοίγω απότομα.
    2. γέρνω, κλίνω προς τα πίσω•

    он -лся, упираясь на ст-ну αυτός έγειρε προς τα πίσω, στηριζόμενος στον τοίχο.

    Большой русско-греческий словарь > откинуть

  • 14 отпахнуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпахнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. ανοίγω απότομα.
    1. αναστρέφομαι, αναδιπλώνομαι, σηκώνομαι (για ενδύματα).
    2. ανοίγομαι απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > отпахнуть

  • 15 отскочить

    -очу, -очишь
    ρ.σ.
    1. αναπηδώ, τινάζομαι, (ξε)πετάγομαι•

    отскочить назад πετάγομαι πίσω•

    отскочить в сторону πετάγομαι στην άκρη (στο πλάι)•

    мяч -ил от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε πίσω.

    2. αποχωρίζομαι, αποσπώμαι απότομα•

    пуговица -ла το κουμπί κόπηκε απότομα.

    3. συναντώ άρνηση, δε βρίσκω απήχηση•

    все благоразумные доводы от него -ли όλα τα λογικά επιχειρήματα δε βρήκαν καμιά απήχηση σ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > отскочить

  • 16 переломить

    -ломлю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переломленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω.
    2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω απότομα δαμάζω, υπερνικώ, κατανικώ.
    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι•

    палка -лась ο πάσσαλος έσπασε.

    2. μτφ. μεταβάλλομαι, αλλάζω απότομα, δαμάζομαι, υπερνικιέμαι. || αλλάζω τη φύση ή τη χροιά της φωνής.

    Большой русско-греческий словарь > переломить

  • 17 подскочить

    -очу, -очишь
    ρ.σ.
    1. αναπηδώ, ανατινάζομαι, πετάγομαι επάνω. || μτφ. ανέρχομαι, ανεβαίνω απότομα•

    температура больного -ла ο πυρετός του άρρωστου ανέβηκε απότομα.

    2. βλ. подскакать.

    Большой русско-греческий словарь > подскочить

  • 18 рвать

    рву, рвёшь, παρλθ. χρ. рвал
    -ла, рвало
    ρ.δ.μ.
    1. τραβώ δυνατά, απότομα•

    не рви из рук μη τραβάς από τα χέρια.

    || βγάζω, παρασύρω• αποσπώ•

    буря с корнем рвёт деревья η θύελλα ξεριζώνει τα δέντρα•

    рвать гвозди βγάζω τα καρφιά.

    || κόβω• μαζεύω•

    рвать цветы κόβω λουλούδια•

    рвать ветки κόβω κλαδιά.

    2. (ξε)σχιζω, κάνω κομμάτια•

    рвать письмо ξεσχίζω το γράμμα•

    собаки его -ли τα σκυλιά τον ξέσχιζαν.

    3. μτφ. διακόπτω•

    рвать отношения κόβω σχέσεις.

    4. ανατινάζω• σπάζω•

    здесь в прошлом году -ли камни εδώ πέρυσι έσπαζαν πέτρες με φουρνέλα.

    5. πονώ, μου πονά δυνατά, με σφάζει(οπόνος).
    6. (απλ.) βλ. рвануть (4 σημ.).
    εκφρ.
    рвать горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κ.τ.τ.)• рвать зубы βγάζω τα δόντια (τραβώντας)•
    рвать и метать – είμαι φουρκισμένος, εξαγριωμένος, εξοργιμένος.
    1. με τραβά απότομα.
    2. ξεσχίζομαι, γίνομαι κομμάτια.
    3. κόβομαι•

    телефонная линия ежедневно -лась η τηλεφωνική γραμμή κάθε μέρα κόβονταν.

    4. μτφ. διακόπτομαι•

    отношения -лись οι σχέσεις διακόπτονταν.

    5. σκάζω•

    рядом -лись снаряды δίπλα έσκαζαν οβίδες.

    6. επιζητώ να ορμήσω, να ριχτώπροσπαθώ πολύ, κόβομαι•

    рвать в бой θέλω πολύνα ριχτώ στη μάχη•

    ребёнок -лся к матери το παιδάκι κόβονταν για να πάει στη μάνα.

    || μτφ. τείνω, έχω τάση για κάτι.
    рвёт, παρλθ. χρ. рвало ρ.σ.
    (απρόσ.) κάνω εμετό, (εξ)εμώ.

    Большой русско-греческий словарь > рвать

  • 19 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

  • 20 залегать

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залегать

См. также в других словарях:

  • ἀποτομᾷ — ἀποτομή cutting off fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότομα — ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»