-
1 ἀπο-τινάσσω
ἀπο-τινάσσω, abschütteln, wegwerfen, Eur. Bacch. 253; Sp.
-
2 τινάσσω
Aἐτίναξα Il.20.57
, Sapph.42, poet.τίναξα Pi.O.9.30
:—[voice] Med. (v. infr.):— [voice] Pass., [tense] fut. τινάξεται ([etym.] δια-) E.Ba. 587 (lyr.): [tense] aor.ἐτινάχθην Plu.Cim. 16
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ἐτίναχθεν Il.16.348
: 2 [tense] aor. part.τινᾰγείς Str.5.4.9
(s. v.l.): [tense] pf. [ per.] 3sg. indic.τετίνακται Hp.Flat.14
(v.l. τετάρακται); inf. τετινάχθαι ([etym.] δια-) Aesop.305:— shake or brandish a weapon,δύο δοῦρε τινάσσων Il.12.298
;ἔγχος 20.163
, Tyrt.11.25;φάσγανον Il.22.311
;ἀστεροπήν 13.243
;αἰγίδα 17.595
;ἐν χεροῖν πύρπνουν βέλος A.Pr. 917
; (lyr.);λαμπάδας ἐν χερσί Ar.Ra. 340
(lyr.), cf. 328 (lyr.):—[voice] Med.,ἐτινάξατο δούρατος ἀκμάς Theoc.22.185
.2 generally, shake, γαῖαν, of Poseidon, Il.20.57; ἑανοῦ ἐτίναξε λαβοῦσα shook her by the robe (to make her attend), 3.385; ποσὶ θρόνον λακτίζων ἐτίνασσε upset it, Od.22.88; ὡς δ' ἄνεμος.. θημῶνα τ. scatters, 5.368; νεῦρα (sc. κιθάρας) τ. make the strings quiver, by striking them, AP9.584.9; τὴν ἐσθῆτα συνεχῶς τ. (to air it) Gal.17(1).652: metaph.,Ἔρος ἐτίναξέ μοι φρένας Sapph.
l.c.: abs., shake fruit from trees, PFay.102.1 (ii A.D.):—[voice] Pass.,ῥάβδῳ τινάσσεται τὸ μελάνθιον LXX Is.28.27
:—[voice] Med., τιναξάσθην πτερά they shook their wings, Od.2.151 (soτινάσσονται πτερύγεσσιν Arat.971
;τιναξαμένου τοῖς ὅπλοις Plu.Alex.63
, cf. Dio39):—[voice] Pass.,πήληξ τινάσσετο Il.15.609
; πεδόθεν τινάσσετο μακρὸς Ὄλυμπος shook or quaked, Hes.Th. 680; φόβῳ ἐτίναχθεν ἀϋτῆς quaked with fear, A.R.4.641.-- poet. Verb, used by Hp.l.c. (s. v.l.), Arist.Mu. 397a28, Plu. (v. supr.), Sor.1.46, Philostr.VA4.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τινάσσω
-
3 ἀποτινάσσω
ἀπο-τινάσσω, abschütteln, wegwerfen -
4 αποτινασσω
-
5 ἀποτινάσσω
ἀποτινάσσω 1 aor. ἀπετίναξα; fut. mid. ἀποτινάξομαι Judg 16:20 cod. A; pf. 3 sg. ἀποτετίνακται 1 Kgm 10:2 (τινάσσω ‘shake, brandish’; Eur., Bacch. 253; Galen: CMG V 4, 2 p. 458, 8=VI 821 K.; LXX) shake off τὶ, of a snake which has bitten a hand τὸ θηρίον εἰς τὸ πῦρ Ac 28:5. τὸν κονιορτὸν (Amulet of Parisinus 2316 leaf 318 verso ff: Rtzst., Poim. 297f κονιορτὸν ἀποτινάξαι) ἀπὸ τ. ποδῶν ἀ. shake the dust fr. one’s feet Lk 9:5 (s. on ἐκτινάσσω 1).—Of St. Paul’s beheading καὶ ἀπετ[ίναξεν … ὡς δὲ ὁ σπεκουλάτωρ ἀπ]ε̣τ̣ί̣ν̣α|ξεν αὐτοῦ τὴν κ̣[εφαλήν] AcPl Ha 10, 26f [the executioner] beheaded him [… But after the executioner] had beheaded him.—DELG s.v. τινάσσω. -
6 σάλος
Grammatical information: m.Meaning: `turbulent movement of the sea, flushing of the waves', also `anchorage, roads' as opposed to a protected harbour (S., E., Lys., hell. a. late), metaph. of an earthquake (E. IT 46), `turbulent emotion' (LXX, Gal., Max. Tyr.; cf. ἀσαλής, σάλη below).Compounds: Some late compp., e.g. ἐπί-σαλος `exposed to the σάλος' (Secund., Peripl. M. Rubr. a.o.); prob. also in the ep. κονί-σαλος `cloud of dust' (s. κόνις). With transference to the σ-stems ἀ-σαλής `unshaken, unconcerned' (A. Fr. 319 = 634 M.) with ἀσάλ-εια f. = ἀμεριμνία, ἀλογιστία (Sophr. 113), ἀσαλεῖν ἀφροντιστῆσαι H.; to this, prob. as backformation, σάλη, σάλᾱ f. = φροντίς (Et. Gen., H.).Derivatives: Denomin.: 1. σαλεύω, also w. prefix, e.g. ἀπο-, ἐπι-, δια-, prop. of the ship `to roll (on the waves), to throw oneself about, to oscillate', trans. `to make oscillate, to shock' (Att. since A., also Hp., hell. a. late) with σάλευσις ( δια-) f. `oscillation' (Arist. a.o.), σάλευμα n. `id.' (D. Chr.). 2. σαλόομαι `to go with a rocking motion' (EM as explanation of σαλάκων). -- With velar suffix: 1. σάλαξ, - ακος m. `large sieve of mineworkers' (Arist. or Thphr. ap. Poll.), also as Att. name of a potter ( Σάλαχς; Krahe IF 57, 113), - αγξ μεταλλικὸν σκεῦος H.; σαλάκων, - ωνος m. `boaster, swaggerer, dandy' (Arist.; of the varying Ganges) with σαλακων-ία (- εία) f. (Arist., Alciphr.), - ίζω ( δια- Ar.), - ίζομαι, - εύομαι (H., Phot., Suid.); σαλάσσω ( ἐκ-) `to shake' (Nic., AP), prob. directly from σάλος after τινάσσω, ταράσσω a.o. 2. σαλαγέω = σαλάσσω, σαλεύω (Opp., Orac. ap. Luc.), σαλαγή βοή H.; cf. πατα-γέω, - σσω.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Orig. technical word of sailors language; without convincing etymology. A very doubtful hypothesis (Lat. tullius etc.) s. τύλη, τύλος. -- Furnée 256 connects θάλασσα\/* σάλασσα (s.v.) and ζάλη, ζάλος `tornado, whirlpool' and concludes that the word is Pre-Greek. This is confirmed\/shown by the suffixes - αγ-, - ακ-, - αγκ-; cf. σηλαγγεύς (s.v.). -- Lat. LW [loanword] salus, salum ?Page in Frisk: 2,673-674Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σάλος
См. также в других словарях:
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek
παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… … Dictionary of Greek
αποτινάζω — κ. τινάσσω (AM ἀποτινάσσω) 1. τινάζω, πετώ μακριά κάτι 2. απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάτι ανεπιθύμητο νεοελλ. τελειώνω το τίναγμα (αρχ. μσν) ( ομαι) απομακρύνω από τον εαυτό μου τα άχρηστα … Dictionary of Greek
σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… … Dictionary of Greek
σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… … Dictionary of Greek
σφαραγούμαι — έομαι, Α 1. (για κρέας ή κάτι υγρό που ρίχνεται στη φωτιά) τσυρίζω, τσυτσυρίζω 2. είμαι υπερβολικά γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. δηλωτικός θορύβου που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
λαοτίνακτος — λαοτίνακτος, ον (Α) αυτός που τινάχθηκε από πέτρα («λαοτίνακτον ὕδωρ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + τινάσσω] … Dictionary of Greek
ξετινάζω — 1. τινάζω ή κινώ κάτι με δύναμη για να φύγει η σκόνη 2. μτφ. α) καταστρέφω κάποιον οικονομικώς («τόν ξετίναξαν στα χαρτιά») β) απογυμνώνω κάποιον από τα επιχειρήματα που προβάλλει, καταρρίπτω με λόγους ή γραπτώς τις γνώμες ή τις ιδέες που… … Dictionary of Greek
πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ … Dictionary of Greek
πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ … Dictionary of Greek
παραιθύσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.) 2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι»,… … Dictionary of Greek