Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπο-στερῶ

См. также в других словарях:

  • στερώ — στερῶ, έω, ΝΜΑ αφαιρώ από κάποιον κάτι (α. «τού στέρησαν την ελευθερία του» β. «στερεῑν μισθόν», Ανθ.Παλ.) νεοελλ. παθ. στερούμαι μού λείπει κάτι, κυρίως έχω έλλειψη αναγκαίων για τη ζωή μέσων, υποφέρω από ένδεια («έζησε στερημένη ζωή») αρχ. (το… …   Dictionary of Greek

  • στερώ — στέρησα, στερήθηκα, στερημένος, αφαιρώ κάτι από κάποιον: Μου στέρησαν την ελευθερία μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ξεκληρώ — έω και άω (Μ ξακληρῶ, έω) ξεκληρίζω μσν. στερώ από κάποιον εδάφη ή άλλη περιουσία που τού ανήκουν με κληρονομικό δικαίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικά ξακληρῶ < ξ(ε) * + ἀκληρῶ «στερώ από κάποιον εδάφη που τού ανήκουν», απ όπου το ξεκληρώ] …   Dictionary of Greek

  • στερίσκω — Α (δ. τ.) στερώ («στερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι* / στερῶ με επίθημα ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω] …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • ατίζω — ἀτίζω (Α) 1. δεν τιμώ κάποιον, αδιαφορώ 2. στερώ κάποιον από την τιμή που του οφείλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + θέμα του τίω, σπάνιος σχηματισμός ρήματος σε ίζω, που δεν είναι ονοματικό παράγωγο, με πιθανή επίδραση του ατιμάζω ή του ουκ αλεγίζω …   Dictionary of Greek

  • ξεβγάζω — και ξεβγάνω (Μ ξεβγάζω και ξεβγάνω) παρασύρω κάποιον στη διαφθορά, αποπλανώ νεοελλ. κάνω το τελευταίο πλύσιμο στα ρούχα προκειμένου να απαλλαγούν από κάθε ίχνος σαπουνιού, ξεπλένω 2. απαλλάσσομαι από κάτι («θα τού κάνω το τραπέζι για να ξεβγάλω… …   Dictionary of Greek

  • στέρηση — η / στέρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και στέρεσις Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερώ, αφαίρεση, απόσπαση, αποστέρηση, έλλειψη, ανυπαρξία (α. «στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων» β. «στέρησις αἰσθήσεως ὁ θάνατος», Επίκ.) νεοελλ. 1. η έλλειψη τών αναγκαίων… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»