-
1 στερέω
A ; otherwise [tense] pres. occurs only in form στερίσκω and compd. ἀπο-στερῶ: [tense] fut. , : [tense] aor. (lyr.), Pl.Lg. 873e, PCair.Zen.93.13 (iii B.C.); inf.στερέσαι Od.13.262
;ἐστέρεσεν IG12
(8).600.15 ([place name] Thasos), v.l. in LXX Nu.24.11, al.;στερέσας IG14.902
([place name] Capri); ἐστέρισεν ib.12(9).293 (Eretria, iv/iii B.C.), AP11.335.4, prob. for ἐστέρησεν ib.124.2 (Nicarch.): [tense] pf. ἐστέρηκα ([etym.] ἀπ-) Th.7.6, Plb.31.19.7, etc.:—[voice] Pass., [tense] pres. (apart from ἀπο-στερέομαι ) found in early writers only in forms στέρομαι, στερίσκομαι (στεροῖτο X.Cyr.7.3.14
,στερουμένους An.1.9.13
,στερεῖσθαι E.Supp. 793
(lyr.), perh. ff. ll.); part.στερούμενος Ph.Fr.29H.
, J.AJ2.7.3, Gal.18(2).19; imper. (Pergam., prob. ii B.C., but inscribed in ii A.D.); στερέσθω ib.176, 179; [ per.] 3pl.στερείσθων IG12(9).207.44
(Eretria, iii B.C.): [tense] fut.στερηθήσομαι D.C.41.7
, etc., v.l. in Isoc.6.28, cf. 7.34, but in the best codd. στερήσομαι, as in S.El. 1210, Th. 3.2, X.An.1.4.8, 4.5.28, Mem.1.1.8: [tense] aor. ἐστερήθην (v. infr.): poet. [tense] aor. 2 part. , Hec. 623, Hel.95, El. 736 (lyr.): [tense] pf. ἐστέρημαι (v. infr.);ἐστέρεσμαι An.Ox.1.394
: [tense] plpf.ἐστέρητο Th.2.65
:— deprive, bereave, rob of anything, c. acc. pers. et gen. rei,οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤθελε Od.13.262
;ἄνδρ' ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ A. Pr. 862
, cf. S.Ant. 574, E.Heracl. 807, etc.; σ. τινὰ τῆς σωτηρίας, ψυχῆς, etc., Th.7.71, Pl.Lg. 873e, etc.; ὅσα τροφὴν ἡ γῆ πέφυκεν βούλεσθαι φέρειν, μὴ στερείτω τὸν ζῶνθ' ἡμῶν ib. 958e:—[voice] Pass., to be deprived or robbed of anything, c. gen.,στερηθεὶς ὅπλων Pi.N.8.27
; τῶν ὀμμάτων, τῆς ὄψιος στερηθῆναι, Hdt.6.117, 9.93;φροντίδος στερηθείς A.Ag. 1530
(lyr.);τῆς βασιληΐης ἐστέρημαι Hdt.3.65
, cf. 5.84;τοῖ παιδὸς ἐστερημένος Id.1.46
;γαίας πατρῴας A.Eu. 755
;μετοικίας τῆς ἄνω S.Ant. 890
; ;τῆς πόλεως Antipho 2.2.9
(as v.l.), X.Mem.1.1.8; ἀγαθῶν And 3.8, cf. Isoc.5.133, Pl.Phlb. 66e, etc.: abs., τὸ ἐστερῆσθαι state of negation or privation, Arist.Cat. 12a35.II rarely c. acc. rei, take away,μισθόν AP9.174.12
(Pall.): —[voice] Pass., to have taken from one,πλούτου.. κτῆσιν ἐστερημένῃ S.El. 960
(though the acc. may be construed with στένειν); φασγάνῳ βίον στερείς E.Hel.95
. -
2 στερομαι
Grammatical information: v.Meaning: `be robbed, lack, loose (Hes., IA.), aor. be robbed, loose: ipv. σταρέστω (Delph. IVa)? (cf. below), further high grade with η-enlargement: ptc. στερείς (E.), στερ-ηθῆναι (Pi, IA.), fut. - ήσομαι, - ηθήσομαι(Att.; στεροῦμαι And.), perf. ἐστέρημαι (IA.); act. rob, snatch from': aor. στερ-ῆσαι ( στερέσαι ν 262, pap. a.o.), fut. - ήσω ( στερῶ A. Pr. 862, - έσω (pap.), perf. ἐστέρηκα (Att.); pass. στερέω, simplex only ipv. στερείτω (Pl.), otherwise with ἁπο- (as also very often in non-present empora esp. in prose) to this midd. στερέομαι (certain only hell. a late); also στερίσκω, - ομαι Hdt., Att.; ἁπο- στερομαι S.), aor. στερίσαι (metr. inscr. Eretria IV-IIIa, AP: ἁποστερίζω Hp.?).Derivatives: Few deriv. ( ἁπο-)στέρησις f. `robbery, confiscation' (Hp., Att. etc.), also - εσις (pap.; after αἵρ-, εὕρ-εσις a.o), with στερ-ήσιμος, - έσιμος `which can be confiscated' (pap. inscr. II-IIIp; Arbenz 89), - ημα n. `id.' (Ps.-Callisth.), ( ἁπο-) - ητικός `robbing, removing, negative, privative (Ar, Arist., hell. a. late), - ητής m. who snatches sth. from smb., withholds, deceiver' (Pl., Arist., a.o.), f. - ητρίς (Ar. Nu. 730; parody).Etymology: The above forms prob. all go back on the themat. present στέρομαι. Also the isolated ipv. σταρέστω, which Bechtel Dial. 2, 231 (agreeing Schwyzer 747 and Thumb-Kieckers Dial. 1, 275) wants to see as a zero grade root-aorist can be explained (with Schwyzer 274) as purely phonetical from στερέσθω (with ε \> α before ρ), unless one prefers to see in it an analogical formation after NGr. hαρέσται. To the present στέρομαι came first the initially intransitive στερ-ῆναι, - ήσομαι (if old, one would expect σταρ-) - ηθῆναι, - ηθήσομαι; to these came the active στερῆσαι ( στερέσαι after ὀλέ-σαι a.o.), - ήσω etc., to which came at last στερ-έω, - ίσκω (cf. e.g. εὑρ-ήσω: - ίσκω; Schwyzer 709 a. 721; on the forms still Brunel Aspect verbal 115 f.). -- Certain cognates are missing. A possible connection is MIr. serb `theft', which can stand for *ster-u̯ā; further one connects since Osthoff PBBeitr. 13, 460 f. the Germ. verb for `steal', Goth. stilan, OHG. stelan etc., which may have l for r from hehlen. Further forms w. lit. in WP. 2, 636, Pok. 1028; s. also W.-Hofmann s. 2. stēlliō (w. lit.).Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στερομαι
См. также в других словарях:
στερώ — στερῶ, έω, ΝΜΑ αφαιρώ από κάποιον κάτι (α. «τού στέρησαν την ελευθερία του» β. «στερεῑν μισθόν», Ανθ.Παλ.) νεοελλ. παθ. στερούμαι μού λείπει κάτι, κυρίως έχω έλλειψη αναγκαίων για τη ζωή μέσων, υποφέρω από ένδεια («έζησε στερημένη ζωή») αρχ. (το… … Dictionary of Greek
στερώ — στέρησα, στερήθηκα, στερημένος, αφαιρώ κάτι από κάποιον: Μου στέρησαν την ελευθερία μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ξεκληρώ — έω και άω (Μ ξακληρῶ, έω) ξεκληρίζω μσν. στερώ από κάποιον εδάφη ή άλλη περιουσία που τού ανήκουν με κληρονομικό δικαίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικά ξακληρῶ < ξ(ε) * + ἀκληρῶ «στερώ από κάποιον εδάφη που τού ανήκουν», απ όπου το ξεκληρώ] … Dictionary of Greek
στερίσκω — Α (δ. τ.) στερώ («στερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι* / στερῶ με επίθημα ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω] … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
ατίζω — ἀτίζω (Α) 1. δεν τιμώ κάποιον, αδιαφορώ 2. στερώ κάποιον από την τιμή που του οφείλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + θέμα του τίω, σπάνιος σχηματισμός ρήματος σε ίζω, που δεν είναι ονοματικό παράγωγο, με πιθανή επίδραση του ατιμάζω ή του ουκ αλεγίζω … Dictionary of Greek
ξεβγάζω — και ξεβγάνω (Μ ξεβγάζω και ξεβγάνω) παρασύρω κάποιον στη διαφθορά, αποπλανώ νεοελλ. κάνω το τελευταίο πλύσιμο στα ρούχα προκειμένου να απαλλαγούν από κάθε ίχνος σαπουνιού, ξεπλένω 2. απαλλάσσομαι από κάτι («θα τού κάνω το τραπέζι για να ξεβγάλω… … Dictionary of Greek
στέρηση — η / στέρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και στέρεσις Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερώ, αφαίρεση, απόσπαση, αποστέρηση, έλλειψη, ανυπαρξία (α. «στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων» β. «στέρησις αἰσθήσεως ὁ θάνατος», Επίκ.) νεοελλ. 1. η έλλειψη τών αναγκαίων… … Dictionary of Greek
αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ … Dictionary of Greek