-
1 ἀπολ-λήγω
-
2 ἀπολίτευτος
II not fitted for public affairs, unstatesmanlike, Plu.Mar.31; ὑπατεία, λόγοι, Id.Crass. 12, 2.1034b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολίτευτος
-
3 ἀπολίτης
A v.l. for ἀποπολίτης, q.v.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολίτης
-
4 ἀπολιτικός
A unstatesmanlike, Cic.Att. 8.16.1 ([comp] Sup.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολιτικός
-
5 ἀπο-λογέομαι
ἀπο-λογέομαι, dep. med., aor. pass. ἀπελογήϑην statt ἀπελογησάμην Antiph. II γ 1 δ 3 III γ 2; Alex. bei B. A. p. 82; perf. ἀπολελογῆσϑαι Andoc. 1, 33 in der Bdtg des med., wie ἀπολελογημένος Isocr. 12, 218; aber ταῠτα ἡμῖν ἀπολελογήσϑω pass., es sei zur Rechtfertigung gesagt, Plat. Rep. X, 607 b; (sich ab-, lossprechen,) sich vertheidigen, entschuldigen, abs., Her. 6, 136 u. sonst; ὑπὲρ ἑαυτοῠ Plat. Apol. 30 d; ὑπὲρ ἀδικίας Gorg. 480 b u. öfter; περί τινος Thuc. 1. 72; Xen. Cyr. 2, 2, 13; πρός τι, gegen etwas, Plat. Phaed. 63 b u. Folgde, z. B. Aesch. 2, 1; πρὸς τοὺς κατηγοροῠντας Pol. 23, 6; ἔργοις Lys. 2, 65; ταῖς προτέραις κατηγορίαις, gegen die Anklagen, Plut. Them. 23; τί Plat. Gorg. 521 e; ταῠτα – ὡς Phaed. 69 d; ἔχων, ὅ, τι ἀπολογήσεται Dem. 19, 213, zu seiner Vertheidigung anführen; vgl. Thuc. 3, 62; sonst folgt ὡς, ὅτι. – Aber auch ἀπολ. τὰς διαβολάς, sich gegen die Verleumdungen vertheidigen, Thuc. 8, 109; ϑανάτου δίκην 8, 68; Plut. Pericl. 37; αὶτίας D. Hal. – Auch für einen Andern die Vertheidigung führen, ὑπέρ τινος Eur. Bacch. 41; τινὶ ὑπέρ τινος, bei Jem. für Einen, Her. 7, 161; ὃς αὐτῷ ἀπολογήσεται Lys. 26, 21.
-
6 ἐπι-λοιδορέω
ἐπι-λοιδορέω, noch dazu schimpfen, Pol. 15, 33, 4, richtigere Lesart ἀπολ.
-
7 Ἀπόλλων
ᾰπόλλων (-ων, -ωνος, -ωνι, -ωνα, -ον)a ὑπ' Ἀπόλλωνος γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας sc. Euadne O. 6.35δᾶμον Ὑπερβορέων Ἀπόλλωνος θεράποντα O. 3.16
ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων as Pythian oracle O. 8.41 ( Χάριτες)χρυσότοξον θέμεναι πάρα Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.11
χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον P. 1.1
Κίνυραν, τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16
εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα, τέχναις Ἀπόλλωνος sc. Koronis P. 3.11τότ' ἔειπεν Ἀπόλλων P. 3.40
οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος ἱέρεα χρῆσεν P. 4.5
τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας P. 4.66
“ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων” P. 4.87ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς P. 4.176
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ in Cyrene P. 4.294 ὁ δ' ἀρχαγέτας Ἀπόλλων since his oracle ordered the foundation of Cyrene P. 5.60 Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ (Boeckh: Καρνεῖ(ε) codd.: at Cyrene) P. 5.79 Ἐρεχθέος ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν (i. e. the Alkmaionidai: cf. Herod., 5. 62) P. 7.10 δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος (sc. οἱ Γίγαντες) P. 8.18εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.28
Ἄπολλον P. 10.10
Ψπερβορέων. ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.35
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.24
μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων (παρ' Αἰγινήταις Δελφίνιος μὴν ἄγεται Δελφινίου Ἀπόλλωνος ἱερός. Σ.) N. 5.44 κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυω- νόθε, Μοῖσαι, τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν i. e. from the temple of Apollo at Sikyon, where were held the games called Pythia N. 9.1ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν πόρε τἀγλαίαν I. 2.18
ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.ὧραι [Ἀπόλ]λωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8
[παι]ᾶνα [δι]ώξω Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν at AbderaΠα. 2.. ἰήιε, Δάλἰ Ἄπολλον Pae. 5.1
1, 3,. ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40
κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος at DelphiΠα.. 1. πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91
Ἀπόλλωνί γ[ Pae. 7.5
Ἄπολλο[ν Πα. 7B. 1.κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος Pae. 8.13
]ἄναξ Ἄπολλον[ Pae. 16.2
ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 2. παιηο[ν- ] Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ὀρχήστ' ἀγλαίας ἀνάσσων, εὐρυφάρετῤ Ἄπολλον fr. 148. ]εν γάρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. ] Ἀπόλλωνι μὲν θ[ ?fr. 333a. 4.b Apollo Agreus or Nomios; cf. Serv. ad Virg. Georg. 1. 14, = Hes. fr. 129. R={3}. “ θήσονταί τέ νιν (sc. Ἀρισταῖον) ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν” P. 9.64c test., v. fr. 51a, fr. 55, fr. 56, fr. 100. -
8 ἀπόλλυμι
ἀπόλλῡμι or [suff] ἀπολ-ύω (Th.4.25, Pl.R. 608e, Arist.Pol. 1297a12, but f.l. in Men.580; the form is rejected by Phryn.PSp.10 B., Moer.12), [tense] impf.A (lyr.), S.El. 1360,ἀπώλλυον And.1.58
: [tense] fut. ἀπολέσω, [dialect] Ep. ἀπολέσσω, [dialect] Att. ἀπολῶ, [dialect] Ion.ἀπολέω Hdt.1.34
, al.: [tense] aor. ἀπώλεσα, [dialect] Ep. ἀπόλεσσα: [tense] pf. ἀπολώλεκα:—freq. in tmesi in [dialect] Ep.; Prep. postponed in Od.9.534:—stronger form of ὄλλυμι, destroy utterly, kill, in Hom. mostly of death in battle,ἀπώλεσε λαὸν Ἀχαιῶν 11.5.758
, al.; ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν ib.1.268; also of things, demolish, lay waste, ἀπώλεσεν Ἴλιον ἱρήν ib.5.648, etc.; generally, βίοτον δ' ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει will waste my substance, Od.2.49; οἵ μ' ἀπωλλύτην sought to destroy me ([tense] impf. sense), S.OT 1454; in pregnant sense, ἐπεί με γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε drove me ruined from.., E.Hec. 946; τῆς παρ' ἡμέραν χάριτος τὰ μέγιστα τῆς πόλεως ἀ. for the sake of.., D. 8.70.2 λόγοις or λέγων ἀ. τινά talk or bore one to death, S.El. 1360, Ar.Nu. 892 (lyr.): hence, alone, in [tense] fut.ἀπολεῖς με Id.Ach. 470
;οἴμ' ὡς ἀπολεῖς με Pherecr.108.20
; ἀπολεῖ μ' οὑτοσί by his questions, Antiph.222.8, etc.II lose,πατέρ' ἐσθλὸν ἀπώλεσα Od.2.46
, cf. Il.18.82, Democr.272;ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ Od.1.354
; ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι lose one's life, 11.16.861, Od.12.350; θυμὸν οὐκ ἀπώλεσεν loses not his spirit, S.El.26;ἔλεον ἀπώλεσεν 11.24.44
; freq. of things,ἡ τοῦ πλέονος ἐπιθυμίη τὸ παρεὸν ἀπόλλυσι Democr.224
;ἵππους ἑβδομήκοντα ἀπολλύασι Th.7.51
;ἀπώλεσαν τὴν ἀρχὴν ὑπὸ Περσῶν X.An.3.4.11
, cf. 7.2.22;μηδὲν ἀπολλὺς τοῦ ὄγκου Pl.Tht. 155c
; ἀ. οὐσίαν, = ἀπόλλυσθαι, Id.Prm. 163d.B [voice] Med., ἀπόλλῠμαι: [tense] fut. -ολοῦμαι, [dialect] Ion.- ολέομαι Hdt.7.218
: [tense] aor. 2 - ωλόμην: [tense] pf. -όλωλα, whence the barbarous [tense] impf. : [tense] plpf. in [dialect] Att. Prose sts. written ἀπωλώλειν in codd., as Th.4.133, 7.27:—perish, die, 11.1.117, etc.; cease to exist, opp. γίγνεσθαι, Meliss.8, Pl.Prm. 156b, etc.: sts. c. acc. cogn.,ἀπόλωλε κακὸν μόρον Od.1.166
; ἀπωλόμεθ' αἰπὺν ὄλεθρον ib.9.303: c. dat. modi, ἀπώλετο λυγρῷ ὀλέθρῳ (v.l. λυγρὸν ὄλεθρον) ib.3.87;ἀ. ὑπό τινος Hdt. 5.126
; simply, to be undone,αὐτῶν.. ἀπωλόμεθ' ἀφραδίῃσιν Od.10.27
;ἀπωλώλει τῷ φόβῳ μή.. X.Cyr.6.1.2
: freq. in [dialect] Att., esp. in [tense] pf., ἀπόλωλας you are lost, Ar.Nu. 1077;ἀπωλόμεθ' ἂν εἰ μὴ ἀπολώλειμεν Plu. 2.185f
; ;βλέπειν ἀπολωλός Philostr.Jun.Im.2
:—as an imprecation,κάκιστ' ἀπολοίμην εἰ.. Ar.Ach. 151
, al.;κακὸς κακῶς ἀπόλοιθ' ὅστις.. Eub. 116
;ἐξώλης ἀπόλοιθ' ὅστις.. Men.154
; ἀπολλύμενος, opp. σῳζόμενος, Isoc.6.36, cf. Plu.2.469d: freq. in part. [tense] fut., κάκιστ' ἀπολούμενε o destined to a miserable end! i.e. o thou villain, scoundrel, knave! Ar.Pl. 713, cf. 456, Ach. 865, Pax2;ὁ κάκιστ' ἀνέμων ἀ. Luc.DDeor. 14.2
.2 in NT, perish, in theol. sense, Ev.Jo.3.16, al.; οἱ ἀπολλύμενοι, opp. οἱ σῳζόμενοι, 1 Ep.Cor.1.18.II to be lost, ὕδωρ ἀπολέσκετ' (of the water eluding Tantalus) Od.11.586; οὔποτε καρπὸς ἀπόλλυται never falls untimely, ib.7.117;ἀπό τέ σφισιν ὕπνος ὄλωλεν Il.10.186
;γέλως ἐξ ἀνθρώπων ἀπόλωλεν X.Smp.1.15
;ἀπολόμενον ἀργύριον Antipho Soph.54
;ἀπώλοντο οἱ ὄνοι LXX 1 Ki.9.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόλλυμι
-
9 κακός
κακός, ή, όν (Hom.+; gener. pert. to not meeting accepted standards of behavior, ‘bad, worthless, inferior’).① pert. to being socially or morally reprehensible, bad, evil (Hom.+; LXX)ⓐ of pers. ὁ κ. δοῦλος the bad slave Mt 24:48 (TestJob 7:7 κακὴ δούλη); κ. ἐργάτης evil-doer Phil 3:2. Subst. without art. (Sir 20:18) Rv 2:2. κακοὺς κακῶς ἀπολέσει Mt 21:41 (cp. Hipponax [VI B.C.] 77, 3 D.3; Soph., Phil. 1369; Aristippus in Diog. L. 2, 76 κακοὶ κακῶς ἀπόλοιντο; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 66, 33 Jac.; Cebes 32, 5; Alciphron 2, 2, 1 κακὸς κακῶς ἀπόλοιτο; Jos., Ant. 2, 300; 7, 291; 12, 256; SIG 526, 46f [III B.C.] ἐξόλλυσθαι κακῶς κακούς; POxy 1238, 5 κακὸς κακῶς ἀπόλ.).—New Docs 4 p. 31 [lit.].ⓑ of human characteristics, actions, emotion, plans, etc. (POxy 532, 22 [II A.D.] ὑπὸ κακοῦ συνειδότος κατεχόμενος; 2 Macc 5:8; 4 Macc 17:2; Just., D. 17, 1 κακῆς προλήψεως; 94, 2 κ. πράξεις; 121, 3 πολιτείας) διαλογισμοί evil thoughts Mk 7:21. ἐπιθυμία base desire (Menand., Fgm. 718, 7 Kö.=535, 7 Kock; Pr 12:12; Just., A I, 10, 6) Col 3:5; ἔργον κ. bad deed Ro 13:3. ὁμιλίαι bad company, evil associations 1 Cor 15:33 (s. ἦθος). διδασκαλία IEph 16:2; cp. 9:1.ⓒ neut. as subst. (Hom.+; ins, pap, LXX, TestAsh 1:5; 4:5; Philo; Just., D. 1, 5 al.) τὸ κακόν evil, wrong what is contrary to custom or law εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ if I have said something in a wrong way, say what’s wrong about it J 18:23; Ro 7:21 (opp. τὸ καλόν, the right, the fine, the admirable deed) (Maximus Tyr. 34, 2a: the soul falls victim to [the] κακόν, contrary to its own efforts and in spite of its struggles); 16:19; 1 Cor 13:5; Hb 5:14; 1 Pt 3:10f; 1 Cl 22, 4 (both Ps 33:15); 3J 11. Perh. also Ro 14:20 (s. 2 below). οὐδὲν κ. nothing wrong Ac 23:9. Pl. evil deeds (Ael. Aristid. 45 p. 74 D.; TestSim 5:3; Ar. 13, 7; Just., A I, 28, 4) Ro 1:30; 1 Cor 10:6; Js 1:13 (s. ἀπείραστος); πάντα τὰ κ. all evils 1 Ti 6:10. μῆνις … ἐκ τοσούτων κακῶν συνισταμένη vengefulness composed of so many evils Hm 5, 2, 4.—κακὸν ποιεῖν do (what is) evil (Menand., Sam. 652 S. [307 Kö.]; Eccl 4:17; Plut., Mor. 523a) Mt 27:23; Mk 15:14; Lk 23:22; J 18:30 (s. κακαποιός); 2 Cor 13:7; 1 Pt 3:12 (Ps 33:17). Also τὸ κ. ποιεῖν Ro 13:4a; τὰ κ. ποιεῖν (Pr 16:12) 3:8; cp. GPt 4:13. (τὸ) κ. πράσσειν (TestAsh 6:2; only pl. Pr 10:23 and Just., D. 108, 1) Ro 7:19; 9:11 v.l.; 13:4b; 2 Cor 5:10 v.l. κατεργάζεσθαι τὸ κ. 2:9.② pert. to being harmful or injurious, evil, injurious, dangerous, pernicious, of things or conditions (Pr 16:9 ἡμέρα κ.; TestAbr B 4 p. 108, 12 [Stone p. 64] οὐδὲν κ.; Just., A I, 2, 3 φήμη κ.) ἕλκος κ. καὶ πονηρόν Rv 16:2. κ. θηρία Tit 1:12 (cp. POxy 1060, 7 ἀπὸ παντὸς κακοῦ ἑρπετοῦ. On transfer to human beings s. θηρίον 2). θανάσιμον φάρμακον …, ὅπερ ὁ ἀγνοῶν ἡδέως λαμβάνει ἐν ἡδονῇ κακῇ a deadly poison which the ignorant takes with perilous delight ITr 6:2 (cp. Just., A I, 21, 5 κακῶν καὶ αἰσχρῶν ἡδονῶν). Subst. τὸ κακόν (the) evil (Susario Com. [VI B.C.] κακὸν γυναῖκες; AnthLG: Fgm. iamb. adesp. 29 Diehl δῆμος ἄστατον κακόν; Ps.-Pla., Eryxias 8, 395e: opp. τὸ ἀγαθόν; Apollon. Rhod. 3, 129; Theocr. 14, 36; Plut., Lysander 18, 9 of ἄγνοια; Maximus Tyr. 24, 4a μέγιστον ἀνθρώπῳ κακὸν ἐπιθυμία ‘desire for more is humanity’s worst bane’; TestGad 3:1 [μῖσος]; Philo, Rer. Div. Her. 287 [λιμὸς] … κακὸν χεῖρον) of the tongue ἀκατάστατον κακόν Js 3:8 (s. ἀκατάστατος). (τὰ) κακά misfortunes (Appian, Iber. 79, §338; Maximus Tyr. 41, 3aff; schol. on Soph., Trach. 112 p. 286 Papag.; Is 46:7; EpArist 197; 207; TestJob 23:6; TestLevi 10:2; Jos., Bell. 6, 213, Ant. 3, 86) Lk 16:25; Ac 8:24 D; 2 Cl 10:1; AcPl Ha 3, 10; 11:7. κακόν τι πάσχειν suffer harm Ac 28:5 (cp. EpJer 33; Jos., Ant. 12, 376; Just., A I, 2, 4; Ath. 12, 1). πράσσειν ἑαυτῷ κ. do harm to oneself 16:28. τί κ. ἐστιν; w. inf. foll. what harm is there? MPol 8:2. Prob. Ro 14:20 (s. 1c above) κ. τῷ ἀνθρώπῳ harmful for the person belongs here. ἡσυχάσει ἄφοβος ἀπὸ παντὸς κακοῦ will have rest without fear of any evil 1Cl 57:7 (Pr 1:33).③ Certain passages fall betw. 1 and 2; in them the harm is caused by evil intent, so that 1 and 2 are combined: evil, harm, wrong Ro 12:21ab (cp. the proverb s.v. ἰάομαι 2b. Also Polyaenus 5, 11 οὐ κακῷ κακὸν ἠμυνάμην, ἀλλʼ ἀγαθῷ κακόν; but s. SRobertson, ET 60, ’48/49, 322). κακά τινι ποιεῖν Ac 9:13 (the dat. as 4Km 8:12; TestJud 7:8 οὐδὲν κακόν; Vi. Aesopi G 11 P.; Witkowski 64, 12 [95 B.C.]=PGrenf II, 36 ἡμῖν κακὸν ἐποίησεν; s. B-D-F §157). (διάβολος) ποιήσει τι κακὸν τοῖς δούλοις τοῦ θεοῦ (the devil) will inflict some kind of harm on God’s slaves Hm 4, 3, 4. κακόν τινι ἐργάζεσθαι Ro 13:10. κακά τινι ἐνδείκνυσθαι 2 Ti 4:14 (cp. Da 3:44; TestZeb 3:8). (τινί) κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόναι (cp. Paroem. Gr.: Apostol. 18, 33 χρὴ μὴ τὸ κακὸν διὰ κακοῦ ἀμύνασθαι; Mel., P. 90, 676 ἀνταποδοὺς … κακὰ ἀντὶ καλῶν) Ro 12:17; 1 Th 5:15; 1 Pt 3:9; Pol 2:2.—WLofthouse, Poneron and Kakon in O and NT: ET 60, ’48/49, 264–68; s. κακία (GBaumbach).—B. 1177. DELG. M-M. TW.
См. также в других словарях:
απολ(ν)ώ — ( ας, ά), υσα, ύθηκα, υμένος 1. μτβ., αφήνω ελεύθερο, εξαποστέλλω: Απόλυσε λυτούς και δεμένους, για να με καταφέρει. 2. αμτβ., τελειώνει κάτι: Όταν έφτασα στην εκκλησία, απολνούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δώδεκα — απόλ. αριθμ. που δηλώνει μια δεκάδα και δύο μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετρακόσ(ι)α — απόλ. αριθμητ., άκλ. 1. αυτός που δηλώνει ποσότητα τεσσάρων εκατοντάδων. 2. φρ., «Τα χει τετρακόσια» (ενν. τα μυαλά), είναι φρόνιμος, είναι γερό μυαλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
διατρίβω — (AM διατρίβω) 1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ 2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.) 3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.) 4.… … Dictionary of Greek
εκτός — (I) ἑκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά οι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς). (II) επίρρ. (AM ἐκτός) 1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ) 2.… … Dictionary of Greek
ενάλλομαι — ἐνάλλομαι (AM) μσν. (απολ.) βρίζω αρχ. 1. πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι («τύπτειν ὅπου ἄν βουλώμεθα καὶ ἐναλλομένους ἀνατρέπειν», Ξεν.) 2. εφορμώ εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο 3. (απολ.) πηδώ ολόγυρα, πηδώ ακόλαστα μέσα σε κάτι, σκιρτώ, χορεύω … Dictionary of Greek
παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek