-
1 ανίσους
ἄνισοςunequal: masc /fem acc plἀ̱νίσους, ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνί̱σους, ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sgἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἀνίσους
ἄνισοςunequal: masc /fem acc plἀ̱νίσους, ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνί̱σους, ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sgἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
3 περιορισμός
περιορ-ισμός, ὁ,A marking out by boundaries, D.H.8.75, Plu. Num.16 ; description of the boundaries of a property, OGI225.31 (Didyma, iii B. C.), SIG685.57 (Crete, ii B.C., pl.); π. τῆς οἰκουμένης description of.., Scymn.74.3 in Metric, division of a strophe, Poëm. 6.4 gloss on δρύφακτοι, EM228.33.II as Law-term, = Lat. deportatio, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιορισμός
-
4 πρόσταξις
A posting of additional troops on the wings of a phalanx, Ael.Tact.24.3, Arr.Tact.20.3.II ordinance, command, Pl.Lg. 631d (pl.), 673c; προστάξεις προστάττοντες ἀνίσους ib. 761e; τινὶ τὴν πρόσταξιν ποιεῖσθαι to command him, Arist.Top. 103a35, cf. Lys.2.1;ἐκ προστάξεως τοῦ κυρίου μου κτλ. POxy.1204.7
(iii A. D.), cf. 1252r.19 (iii A. D.); requisition,τὴν π. ταῖς πόλεσιν ἑκατὸν νεῶν τῆς ναυπηγίας ἐποιοῦντο Th.8.3
.III at Athens, ἄτιμοι κατὰ προστάξεις citizens deprived of their rights in certain specified particulars (opp. παντάπασιν ἄτιμοι), And.1.75.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσταξις
-
5 ἐπιγράφω
A mark the surface, graze,ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα φωτός Il.4.139
, cf. 13.553, Poll.4.179; μιν ἐπιγράψας having put a mark on the lot, Il. 7.187; ἄκροις δακτύλοις ἐ. trifle with dishes, Luc.Am.42.—In Hom. the word has not the sense of writing.II. write upon, inscribe,γράμματα Hdt.3.88
;τάδε Id.4.88
;ἐ. ὀνομαστὶ τὰς πόλεις Th.1.132
, cf. D.59.97;ἐπίγραμμα ὃ.. προείλεθ' ἡ πόλις αὐτοῖς ἐπιγράψαι Id.18.289
: abs.,ἐ. τοῖς ἀναθήμασι IG12.76.43
; esp. write or place an epitaph on a tomb, ib.14.1835, al., 7.2543.9: [voice] Med., have inscribed, ἐπεγράφουτὴν Γοργόνα Ar.Ach. 1095
(with play on 111.5);ἐλεγεῖον Th.1.132
:—[voice] Pass., of the inscription, to be inscribed upon, ἐπιγέγραπταίοἱ τάδε Hdt.5.77
, cf. 7.228; ; [ἐπίγραμμα] ὃ Μίδᾳ φασὶν ἐπιγεγράφθαι over or on the tomb of Midas, Pl.Phdr. 264c; ἐπιστολὴ -γεγραμμένη addressed, of a letter, Plb.16.36.4, cf. Plu.Cic.15; also, to have something inscribed upon one, ἐπεγράφοντο ῥόπαλα, ὡς Θηβαῖοι ὄντες used to bear clubs upon their shields, X.HG7.5.20; so ἀσπὶς ἐπιγεγραμμένη τὰς ὁμολογίας having the articles inscribed upon it, D.H.4.58.2. entitle,τοῦτο τὸ δρᾶμα Καλλίμαχος ἐ. Εὐνοῦχον Ath.11.496f
; αἱ -όμεναιΜαιανδρίου ἱστορίαι Inscr.Prien.37.104
(ii B.C.).3. sign, append a signature to, (iii B.C.); ἐ. τὸν Ἀντώνιον sign Antonius' name, App.BC5.144; αὑτοῦ ποιήματα ἐπέγραψεν (sc. τοῖς Ἑρμαῖς) inscribed poems signed by himself, Pl.Hipparch. 228d.4. write subsequently,αἱ ἐπιγραφεῖσαι διαθῆκαι J.AJ17.9.4
.III. freq.as law-term: 1. set down the penalty or damages in the title of an indictment (cf. ), τί δῆτά σοι τίμημ' ἐπιγράψω τῇ δίκῃ; Ar.Pl. 480; μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν καθ' ἕκαστον ἀδίκημα ἐ. Lexap.Aeschin.1.38; τὰ ἐπιγεγραμμένα the damages claimed, D.29.8, cf. Pl.Lg. 915a; τιμημάτων- μένων Isoc.16.47
:—[voice] Med., Lexap.Aeschin.1.16.b. of a lawgiver, assign a punishment,τὰ μέγιστα ἐπιτίμια Aeschin.1.14
:— [voice] Pass., Din.2.12.c. make note of, enter, τὴν πρόφασιν, in inflicting a fine, Arist.Ath.8.4.2. register the citizens' names and property, with a view to taxes, lay a public burden upon one (cf.ἐπιγραφή 11.2
),ἐμαυτῷ.. τὴν μεγίστην εἰσφοράν Isoc.17.41
, cf. Arist.Oec. 1351b2; ἐ.δήμοις καὶ δυνάσταις στρατιωτῶν καταλόγους Plu.Crass.17
, cf. PHib.1.44.3 (iii B.C., [voice] Pass.), etc.; but ἐ. τινὰ προστίμοις visit with penalties, D.S.12.12(s.v.l.).b. assess, :—[voice] Pass., .3. generally, register or enter in a public list,ἐπιγράψαι σφᾶς αὐτοὺς ἐπιτρόπους Is.6.36
; ἐ. τινὰ εἰς τοὺς πράκτορας register his name among the πράκτορες, Decr. ap. And.1.77 ([voice] Pass.):—[voice] Med., ἐπεγράψαντο πολίτας enrolled fresh citizens, Th.5.4;ξένην καὶ ξένον γονέας -ψάμενος D.57.51
; πῶς οἷόν τε τῷ ἀνδρὶ δύο πατέρας -ψασθαι; Is.4.4 (later in [voice] Act., ἑαυτῷ τινὰ πατέρα - γράφων claiming as his father, App.BC1.32).4. [voice] Med., ἐπιγράφεσθαι μάρτυρας cause to be endorsed on a deposition as witnesses, D.54.31;κλητῆρα οὐδ' ὁντινοῦν ἐπιγραψάμενος Id.21.87
; but ἐπιγράφεσθαι τίμημα τῷ κλήρῳ set one's valuation on the property, Is.3.2.5. προστάτην ἐπιγράψασθαι choose a patron, and enter his name as such in the public register (as μέτοικοι at Athens were obliged to do), Ar. Pax 684; so prob. ἐπεγράφοντο shd. be restored for - γραφον in Luc. Peregr.11;ἐπιγράψασθαί τινα κύριον D.43.15
; οἱ τὸν Πλάτωνα ἐπιγραφόμενοι, i.e. the Platonists, Luc.Herm.14:—[voice] Pass.,κύριος ἐπιγεγράφθαι D.43.15
, cf. POxy.251.32 (i A.D.),al.b. metaph., Ὅμηρον ἐπιγράφεσθαι attribute one's fluency to Homer, Luc.Dem.Enc.2; πρεσβυτέρους ἐ. χρόνους claim the authority of greater antiquity, Id.Am. 35.IV. ἐπιγράψαι ἐαυτὸν ἐπί τι claim credit for, Aeschin.3.167;ἀλλοτρίοις ἐαυτὸν πόνοις Ael.NA8.2
, cf. Plu.Pomp.31; αὐτὸς ἐ. τὴν νίκην claim as his own, J.AJ7.7.5:—so [voice] Med. and [voice] Pass., τοιούτων ῥητόρων ἐπὶ τὰς τοῦ δήμου γνώμας ἐπιγραφομένων inscribing their names on.., Aeschin.1.188;ἐπιγράφεσθαι ἀλλοτρίαις γνώμαις D.59.43
; τὸν ; οἱ ἐπιγεγραμμένοι ἢ φυλάττοντες the parties whose names were endorsed upon the συνθῆκαι as securities, Arist.Rh. 1376b4; οἱ ἐπιγραφόμενοι τοῖςδόγμασι D.H.6.84
; ἡμεῖς δ' ἐσμὲν ἐπιγεγραμμένοι we are merely the endorsers, Men.482.8.V. ascribe to,τοῖς θεοῖς τὸ ἔργον Hld.8.9
(butθεὸν τῇ πομπῇ Philostr.VA8.12
):—[voice] Med.,Φοίβῳ τὰς ἀνίσους χεῖρας AP9.263
(Antiphil.).2. claim credit for,τὰ ὑπὸ ἄλλων εὑρημένα J.AJ3.4.2
; assume, προσωνυμίαν Plu Demetr.42; ἐπεγράψατοτὴν ἑαυτοῦ προσηγορίαν Id.Tim.36
:—[voice] Pass., of books, to be ascribed,τινί Gal.15.25
.3. predicate of,φυγὴν οὐ φυγόντι Philostr.VS2.1.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγράφω
См. также в других словарях:
ἀνίσους — ἄνισος unequal masc/fem acc pl ἀ̱νίσους , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σους , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανισόχρονος — η, ο (Α ἀνισόχρονος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ίση διάρκεια με κάποιον ή κάτι άλλο 2. (Μετρ.) αυτός που έχει συντεθεί σε άνισους χρόνους … Dictionary of Greek
ετερόκερκο — το το ουραίο πτερύγιο ορισμένων ψαριών με δύο άνισους λοβούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterocerc < hetero (πρβλ. ετερο *) + cerc (πρβλ. κέρκος «ουρά»)] … Dictionary of Greek
ετερόλοβος — η, ο ο διαιρεμένος σε δύο άνισους λοβούς … Dictionary of Greek
ζιγκουράτ — Κλιμακωτοί ναοί των Βαβυλωνίων και των Ασσυρίων σε σχήμα πυραμίδας, που αριθμούσαν επτά άνισους ορόφους. Ερείπιά τους σώζονται έως σήμερα κατά μήκος του Ευφράτη ποταμού. * * * το αρχαιολ. είδος πυραμιδόσχημου βαθμιδωτού πύργου ναού στην… … Dictionary of Greek
περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές … Dictionary of Greek
προμήκης — όμηκες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «προμήκης μυελός» τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά… … Dictionary of Greek
ρομβικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα ρόμβου 2. φρ. α) «ρομβικό δωδεκάεδρο» (κρυσταλλ.) στερεό σχήμα με δώδεκα όμοιες έδρες, σε σχήμα ρόμβου β) «ρομβικό κρυσταλλικό σύστημα» κρυσταλλικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από τρεις κρυσταλλογραφικούς άξονες,… … Dictionary of Greek
αλβεοπόρα — (alveopora). Επιστημονική ονομασία γένους κοιλεντερωτών της οικογένειας των ποριτιδών, της τάξης των μαδρεπόρων. Τα κοράλλια αυτά εμφανίστηκαν για πρώτη φορά κατά την κρητιδική περιόδο. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στη Γερμανία, μέσα σε… … Dictionary of Greek
ρομβικό σύστημα — Μια από τις υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών που ανήκουν στο σύστημα αυτό χαρακτηρίζονται από 3 άξονες κάθετους μεταξύ τους αλλά άνισους, έτσι ώστε η ανάπτυξη των εδρών του κρυστάλλου να είναι διαφορετική… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия