Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνίσους

См. также в других словарях:

  • ἀνίσους — ἄνισος unequal masc/fem acc pl ἀ̱νίσους , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σους , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανισόχρονος — η, ο (Α ἀνισόχρονος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ίση διάρκεια με κάποιον ή κάτι άλλο 2. (Μετρ.) αυτός που έχει συντεθεί σε άνισους χρόνους …   Dictionary of Greek

  • ετερόκερκο — το το ουραίο πτερύγιο ορισμένων ψαριών με δύο άνισους λοβούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterocerc < hetero (πρβλ. ετερο *) + cerc (πρβλ. κέρκος «ουρά»)] …   Dictionary of Greek

  • ετερόλοβος — η, ο ο διαιρεμένος σε δύο άνισους λοβούς …   Dictionary of Greek

  • ζιγκουράτ — Κλιμακωτοί ναοί των Βαβυλωνίων και των Ασσυρίων σε σχήμα πυραμίδας, που αριθμούσαν επτά άνισους ορόφους. Ερείπιά τους σώζονται έως σήμερα κατά μήκος του Ευφράτη ποταμού. * * * το αρχαιολ. είδος πυραμιδόσχημου βαθμιδωτού πύργου ναού στην… …   Dictionary of Greek

  • περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές …   Dictionary of Greek

  • προμήκης — όμηκες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «προμήκης μυελός» τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά… …   Dictionary of Greek

  • ρομβικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα ρόμβου 2. φρ. α) «ρομβικό δωδεκάεδρο» (κρυσταλλ.) στερεό σχήμα με δώδεκα όμοιες έδρες, σε σχήμα ρόμβου β) «ρομβικό κρυσταλλικό σύστημα» κρυσταλλικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από τρεις κρυσταλλογραφικούς άξονες,… …   Dictionary of Greek

  • αλβεοπόρα — (alveopora). Επιστημονική ονομασία γένους κοιλεντερωτών της οικογένειας των ποριτιδών, της τάξης των μαδρεπόρων. Τα κοράλλια αυτά εμφανίστηκαν για πρώτη φορά κατά την κρητιδική περιόδο. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στη Γερμανία, μέσα σε… …   Dictionary of Greek

  • ρομβικό σύστημα — Μια από τις υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών που ανήκουν στο σύστημα αυτό χαρακτηρίζονται από 3 άξονες κάθετους μεταξύ τους αλλά άνισους, έτσι ώστε η ανάπτυξη των εδρών του κρυστάλλου να είναι διαφορετική… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»