-
1 ανίσταμαι
-
2 ἀνίσταμαι
-
3 ανίσταμαι
ανίσταμαι ρ. αμετβ.вставать прямо, употребляется главным образом в выражении:ΦΡ.Χριστός ανέστη — Христос воскрес, см. ανασταίνω -
4 ἀνίσταμαι
med. поднимаюсь, встаю -
5 ἀν-ίστημι
ἀν-ίστημι (s. ἵστημι), I. Trans., praes., impf., fut., aor. I., machen, daß Einer aufsteht, aufstehen heißen, vom Sitze, Od. 7, 163. 170; Soph. O. C. 277; ἐξ ἕδρας Ai. 775; ἐκ τῆς κλίνης Plat. Prot. 317 e; im Ggstz von καταβάλλω, also aufrichten, Charm. 155 b; ἐκ τῆς καϑέδρας Pol. 13, 7. Vom Schlafe, also erwecken, Il. 24, 689; auch bei Attikern, obgleich Thom. Mag, u. Ammon. ἐγείρειν vorziehen; im Gegensatz von κατακοιμίζειν Xen. Cyr. 8, 8, 20; Todte erwecken, Il. 24, 551. 756; ϑανόντα Aesch. Ag. 1334; τεϑνεῶτας Xen. Cyn. 1, 6. Bei Hom. oft zur Thätigkeit anregen, anfeuern, Il. 10, 176. 15, 64; τινί, gegen Jemand. 7, 116; auch zur Empörung aufwiegeln, 1, 191 (?). Auch bei Att., τοὺς Θρᾷκας, sie zum Kriege aufbieten, Thuc. 2, 96; ἐκ τῆς ἐνέδρας Xen. Cyr. 5, 4, 4; στόλον Aesch. Suppl. 319; στρατόπεδον, aufbrechen, Pol. 29, 11; dgl. Plut. Cam. 29 Fab. M. 6; πόλεμον ἐπί τινα Coriol. 21; ἐκκλησίαν, die Versammlung aufheben, entlassen, Xen. Hell. 2, 4, 42. – Ein Volk aus einem Lande in's andere verpflanzen, eigtl. machen, daß es sich erhebt und seine Wohnsitze verläßt, Od. 6, 7; δήμους Her. 9, 73; vgl. 5, 71. Gew. πόλιν, eine Stadt durch Wegführung der Einwohner in die Gefangenschaft veröden (s. ανάστατος), Ἐρετριέας ἐκ τῆς χώρας Plut. Pericl. 23; auch Thiere aufjagen, aufscheuchen, λαγώ Xen. Cyn. 6, 23; ὠτί δας An. 1, 5, 3, wo nichts zu ändern; – aufrichten, γέροντα χειρὸς ἀνίστη Il. 24, 515; Od. 14, 319; vgl. οἱ ϑεοὶ ἄνϑρωπον ὀρϑὸν ἀνέστησαν Xen. Mem. 1, 4, 11; auch übertr., die Niedergeschlagenen aufrichten; ἀνιστάναι τινὰ χρυσοῦν, eine goldene Bildsäule Jemandes errichten, Plut. Brut. 1 De superst. 10. – Von Sachen, σκηνάς Eur. Ion 1119; τρόπαια Plat. Tim. 25 c; Eur. Phoen. 572; Plut. Alc. 29; τὰς μηχανάς Xen. Cyr. 7, 2, 2; πύργους 7, 5, 12; τείχη Dem. Lept. 64; med., πόλιν Her. 1, 165; μάρτυρα ἀναστήσασϑαι, als Zeugen auftreten lassen. Vgl. noch ἀνιστάναι ἐπὶ τὸ βῆμα Plut. Camill. 32; τινὰ ἐπὶ τὴν κατηγορίαν τινός, Jem. bewegen, als Ankläger gegen Einen aufzutreten, Marcell. 27. – II. Intransitio, praes. u. fut. med., u. perf. u. aor. II. act., aufstehen, sich erheben, sich aufmachen, vom Sitze, Il. 1, 305; Il. 19, 77; ἐξ εὐνῆς, Ἑλένης πάρα καλλικόμοιο Od. 15, 58; ἀπ' ἀκμοϑέτοιο ἀνέστη Iliad. 18, 410; ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆϑεν ἀνέστη Od. 12, 439; ἐκ ϑρόνων Eur. Med. 1163; bes. zum Kampfe, τινί, gegen Jemand, Il. 23, 635 Od. 18, 334. Bei Att. gew. entweder a) um fortzugehen, nicht bloß ἀνέστη ὡς ἀπιών, sondern auch ἀνίσταμαι ἀπὸ Αἰγίνης Thuc. 1, 105; ἀνέστη εἰς τὴν αὐλήν, er stand auf und ging in den Hof, Plat. Prot. 311 e; vgl. Phaed. 116 e u. Thuc. 1, 87; ἐκ τοῦ συμποσίου Plat. Theag. 129 a; auch passiv., weggebracht werden, bes. mit feindlicher Gewalt, κακοῠργοι ἀνέστησαν ὑπ' αὐτοῦ Thuc. 1, 8. 12; vgl. 6, 2; πόλις ἀνέστηκεν δορί, sie wurde verwüstet, Eur. Hec. 498: χώρα ἀνεστηκυῖα Her. 5, 29; od. – b) um zu reden, sehr häufig, schon bei Hom., τοῖσι δ' ἀνέστη Iliad. 1, 68. 101; ἀνέστη μαντεύεσϑαι Od. 20, 380; vom Schlafe aufstehen, Plat. Axioch. 367 c; oft bei Xen.; von einer Krankheit aufstehen, genesen, Il. 15, 287; Thuc. 2, 49; ἐκ τῆς νόσου Plat. Lach. 195 c; Xen. An. 4, 5, 8; von Todten, auferstehen, Il. 21, 56; Her. 3, 62. 66; ἐκ σφάλματος, sich von einer Niederlage erholen, Plut. Sert. 23; – χώρη ἀνεστηκυῖα, ein Land, das aufgestanden, in Aufruhr ist, Her. 5, 29. – Seltener von leblosen Dingen, πύργος ἀνέστη, erhob sich, Eur. Phoen. 831; ϑορύβου ἀναστάντος, als sich Lärm erhob, App. B. C. 1, 56. Von einem Flusse, entspringen, Plut. Pomp. 34.
-
6 διανισταμαι
(aor. διανέστην, pf. διανέστηκα)1) подниматься, вставать(νύκτωρ Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.)
2) устремляться навстречу(ἐπὴ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.)
3) отклоняться, уклоняться -
7 εξυπανισταμαι
(только в 3 л. sing. aor. 2) подниматься (из-под чего-л.) -
8 κατανισταμαι
(aor. κατανέστην, pf. κατανέστηκα) поднимать восстание, восставать(τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων Polyb.)
-
9 υπανισταμαι
(aor. ὑπανέστην) приподниматься, вставатьὑ. τινι ἐξ ἕδρης Her., τῆς ἕδρας и ἀπὸ τῶν θάκων Xen. — (почтительно) вставать перед кем-л. со стула
-
10 υπερανισταμαι
высоко подниматься, возвышаться -
11 вставать
вставатьнесов1. (подниматься на ноги) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, σηκώνομαι ὀρθιος:\вставать из-за стола σηκώνομαι ἀπ· τό τραπέζι·2. (на что-л.) ἀνεβαίνω, σκαρφαλώνω·3. перен (на защиту и т. п.) ὁρθώνομαι, ξεσηκώνομαι, ἀνίσταμαι, ὀρθοῦμαι·4. (о солнце) ἀνατέλλω, βγαίνω·5. (возникать) παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι, ἐγείρομαι·6. (наступать на что-л.) πατώ, στέκω, πατώ τό πόδι μου:\вставать на ковер πατώ στό χαλί·7. (останавливаться) σταματώ· ◊ \вставать на учет ἐγγράφομαι· \вставать с левой йоги ξυπνώ ἄκε-φος· \вставать на чьем-л. пути μπαίνω ἐμπόδιο. -
12 подниматься
поднима||ться1. (вставать) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, ἀνίσταμαι, ἀνεγείρομαι:\подниматьсяться со своего́ места σηκώνομαι ἀπό τήν θέση μου· \подниматьсяться с постели а) σηκώνομαι ἀπό τό κρεββάτι,.6) (после болезни) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω·2. (наверх) ἀνεβαίνω, ἀνέρχομαι / ἀναδύομαι (всплывать):\подниматься-ться иа́ гору ἀνεβαίνω στό βουνό· \подниматьсяться по лестнице ἀνεβαίνω τή σκάλα·3. (повышаться) ὑψώνομαι, ἀνεβαίνω (άμετ.), αὐξάνομαι:цены \подниматьсяются οἱ τιμές ὑψώνονταν температу́ра \подниматьсяется ἡ θερμοκρασία ἀνεβαίνει·4. (возникать) σηκώνομαι:\подниматьсяется шум ἀρχίζει θόρυβος·5. (восставать) ἐπαναστατώ, στασιάζω, ἐξεγείρομαι·6. (о тесте) φουσκώνω. -
13 ανίσταμ'
-
14 ἀνίσταμ'
-
15 ἀνίστημι
ставлю, поднимаю, воздвигаю, воскрешаю
- ἀνίσταμαι -
16 встать
встану, встанешь, ρ.σ.1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•встать с места σηκώνομαι από τη θέση.
|| σηκώνομαι από τον ύπνο•вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•
встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.
|| θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.
2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.
3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•луна -ла το φεγγάρι βγήκε•
солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.
4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•-ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.
5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•встать на ковер στέκομαι στο χαλί.
6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•
рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.
7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•часы -ли το ρολόι σταμάτησε.
|| παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•река -ла το ποτάμι πάγωσε.
εκφρ.встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•встать на колени – γονατίζω•- на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο. -
17 порывать(ся)
порывать 1-аетρ.δ. απρόσ. παλ. διεγείρω, εξεγείρω φλέγω, ανάβω.1. σηκώνομαι απότομα, ανίσταμαι, ανορθώνομαι., πετάγομαι όρθιος.2. επιδιώκω δοκιμάζω, προσπαθώ αποπειρώμαι.ρ.δ.βλ. порвать(ся) (3 σημ.). -
18 διεξανίσταμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεξανίσταμαι
-
19 κατανίσταμαι
A rise up against, τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων, Plb.1.46.10, 38.12.7: abs., Id.38.13.1;ἐπὶ τὴν συναγωγήν LXXNu.16.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατανίσταμαι
-
20 κατεξανίσταμαι
A rise up against, struggle against, τινος Ph.2.47, Plu.Alex.6;τῆς τύχης Eun. Hist.p.256
D.;τοῦ πάθους D.S.10.7
; κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος to be on one's guard against.., Plb.Fr. 172;τοῦ πολέμου Plu.Demetr.22
;παντὸς δεινοῦ D.S.17.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεξανίσταμαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνίσταμαι — ἀνίστημι make to stand up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσταμ' — ἀνίσταμαι , ἀνίστημι make to stand up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek
προσανίσταμαι — Α 1. ανασηκώνομαι και πιέζω κάτι («τῆς γλώττης... τοῑς ὀδοῡσι προσανισταμένης», Δίον. Αλ.) 2. εξεγείρομαι, κάνω επανάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνίσταμαι «σηκώνομαι, εξεγείρομαι»] … Dictionary of Greek
υπανίσταμαι — Α 1. σηκώνομαι ξαφνικά 2. (για θήραμα) πηδώ ξαφνικά μπροστά σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγώς», Ξεν.) 3. σηκώνομαι από τη θέση μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ… … Dictionary of Greek
υπερανίσταμαι — ΜΑ στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ. β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.) μσν. υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ԿԱՄ — I. (կաս, կայ, կացի, կա՛ց, կացէ՛ք.) NBH 1 1039 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c չ. ἴσταμαι sto, եւս եւ κεῖμαι jaceo διαμένω, ἑμμένω permaneo, remaneo, persevero. Տեղականել ուրեք. հաստատուն կամ կանգուն մնալ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿԵՆԴԱՆԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 1086 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c չ. ἁναβιόω, ἁναζάω revivisco, ad vitam redeo ζωοποιέομαι vivificor ἁνασφάλλω, ἁνίσταμαι resurgo. Դառնալ ʼի կենդանութիւն. վերստին կենդանի լինել. նորոգիլ, յառնել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՌՆԵՄ — (յարեայ, արի՛, յարուցեալ,) NBH 2 0338 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ἁνίσταμαι, ἑπανίσταμαι , ἑφίσταμαι, ἑξανίσταμαι եւն. surgo, resurgo, exsurgo, assurgo եւ ἑγείρομαι, ἑξεγείρομαι excitor, erigor, expergifacior, in vitam reddor… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՏՍՊԱՐԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0622 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 10c, 11c ձ. ἁντέχομαι recipio me καταφύγω confugio. Ապաստան լիել ընդ հովանեաւ. ապաւինիլ. սղնմագ. *Փայտ կենաց է ամենեցուն՝ որ պատսպարին ʼի նա. Առակ. ՟Գ. 18: *Ստ պատսպարեցաւ ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԱՂԱՅԱՐՈՅՑ — ( ) NBH 2 0772 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ՎԱՂԱՅԱՐՈՅՑ ԼԻՆԵԼ. ὁρθρίζω, ἁνίσταμαι mane sive diluculo surgo. Կանուխ՝ վաղ քաջ ընդ առաւօտն՝ գիշերախառն յառնել. կանխել ընդ առաւօտս կամ ʼի վաղիւ անդր. էրքէն գալգմագ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)