Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνίσταμαι

См. также в других словарях:

  • ἀνίσταμαι — ἀνίστημι make to stand up pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίσταμ' — ἀνίσταμαι , ἀνίστημι make to stand up pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • προσανίσταμαι — Α 1. ανασηκώνομαι και πιέζω κάτι («τῆς γλώττης... τοῑς ὀδοῡσι προσανισταμένης», Δίον. Αλ.) 2. εξεγείρομαι, κάνω επανάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνίσταμαι «σηκώνομαι, εξεγείρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υπανίσταμαι — Α 1. σηκώνομαι ξαφνικά 2. (για θήραμα) πηδώ ξαφνικά μπροστά σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγώς», Ξεν.) 3. σηκώνομαι από τη θέση μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • υπερανίσταμαι — ΜΑ στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ. β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.) μσν. υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՄ — I. (կաս, կայ, կացի, կա՛ց, կացէ՛ք.) NBH 1 1039 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c չ. ἴσταμαι sto, եւս եւ κεῖμαι jaceo διαμένω, ἑμμένω permaneo, remaneo, persevero. Տեղականել ուրեք. հաստատուն կամ կանգուն մնալ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿԵՆԴԱՆԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 1086 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c չ. ἁναβιόω, ἁναζάω revivisco, ad vitam redeo ζωοποιέομαι vivificor ἁνασφάλλω, ἁνίσταμαι resurgo. Դառնալ ʼի կենդանութիւն. վերստին կենդանի լինել. նորոգիլ, յառնել… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՅԱՌՆԵՄ — (յարեայ, արի՛, յարուցեալ,) NBH 2 0338 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ἁνίσταμαι, ἑπανίσταμαι , ἑφίσταμαι, ἑξανίσταμαι եւն. surgo, resurgo, exsurgo, assurgo եւ ἑγείρομαι, ἑξεγείρομαι excitor, erigor, expergifacior, in vitam reddor… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՏՍՊԱՐԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0622 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 10c, 11c ձ. ἁντέχομαι recipio me καταφύγω confugio. Ապաստան լիել ընդ հովանեաւ. ապաւինիլ. սղնմագ. *Փայտ կենաց է ամենեցուն՝ որ պատսպարին ʼի նա. Առակ. ՟Գ. 18: *Ստ պատսպարեցաւ ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՎԱՂԱՅԱՐՈՅՑ — ( ) NBH 2 0772 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ՎԱՂԱՅԱՐՈՅՑ ԼԻՆԵԼ. ὁρθρίζω, ἁνίσταμαι mane sive diluculo surgo. Կանուխ՝ վաղ քաջ ընդ առաւօտն՝ գիշերախառն յառնել. կանխել ընդ առաւօտս կամ ʼի վաղիւ անդր. էրքէն գալգմագ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»