-
1 διανισταμαι
(aor. διανέστην, pf. διανέστηκα)1) подниматься, вставать(νύκτωρ Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.)
2) устремляться навстречу(ἐπὴ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.)
3) отклоняться, уклоняться -
2 διανίσταμαι
διανίσταμαιpres ind mp 1st sg -
3 διαναστήσει
διανίσταμαιaor subj act 3rd sg (epic)διανίσταμαιfut ind mid 2nd sgδιανίσταμαιfut ind act 3rd sg -
4 διαναστήσω
διανίσταμαιaor subj act 1st sgδιανίσταμαιfut ind act 1st sgδιανίσταμαιaor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
5 διαναστάντα
διανίσταμαιaor part act neut nom /voc /acc plδιανίσταμαιaor part act masc acc sg -
6 διαναστάντων
διανίσταμαιaor part act masc /neut gen plδιανίσταμαιaor imperat act 3rd pl -
7 διαναστήσατε
διανίσταμαιaor imperat act 2nd plδιανίσταμαιaor ind act 2nd pl (homeric ionic) -
8 διανάστητε
διανίσταμαιaor imperat act 2nd plδιανίσταμαιaor ind act 2nd pl (homeric ionic) -
9 διαναστήσεται
διανίσταμαιaor subj mid 3rd sg (epic)διανίσταμαιfut ind mid 3rd sg -
10 διαναστήσετε
διανίσταμαιaor subj act 2nd pl (epic)διανίσταμαιfut ind act 2nd pl -
11 διαναστήσομαι
διανίσταμαιaor subj mid 1st sg (epic)διανίσταμαιfut ind mid 1st sg -
12 διαναστήσομεν
διανίσταμαιaor subj act 1st pl (epic)διανίσταμαιfut ind act 1st pl -
13 διαναστήσοντα
διανίσταμαιfut part act neut nom /voc /acc plδιανίσταμαιfut part act masc acc sg -
14 διανεστηκότα
διανίσταμαιperf part act neut nom /voc /acc plδιανίσταμαιperf part act masc acc sg -
15 διανισταμένων
διανίσταμαιpres part mp fem gen plδιανίσταμαιpres part mp masc /neut gen pl -
16 διανιστάμεναι
διανίσταμαιpres part mp fem nom /voc plδιανίσταμαιpres inf act (epic) -
17 διανιστάμενον
διανίσταμαιpres part mp masc acc sgδιανίσταμαιpres part mp neut nom /voc /acc sg -
18 διανιστάντα
διανίσταμαιpres part act neut nom /voc /acc plδιανίσταμαιpres part act masc acc sg -
19 διανιστάντων
διανίσταμαιpres part act masc /neut gen plδιανίσταμαιpres imperat act 3rd pl -
20 διανέστη
διανίσταμαιplup ind act 1st sgδιανίσταμαιaor ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
διανίσταμαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστήσει — διανίσταμαι aor subj act 3rd sg (epic) διανίσταμαι fut ind mid 2nd sg διανίσταμαι fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστήσω — διανίσταμαι aor subj act 1st sg διανίσταμαι fut ind act 1st sg διανίσταμαι aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστήσῃ — διανίσταμαι aor subj mid 2nd sg διανίσταμαι aor subj act 3rd sg διανίσταμαι fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστᾶσαι — διανίσταμαι aor part act fem nom/voc pl διανίσταμαι aor inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστᾶσαν — διανίσταμαι aor part act fem acc sg διανίσταμαι aor part act neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστάντα — διανίσταμαι aor part act neut nom/voc/acc pl διανίσταμαι aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστάντων — διανίσταμαι aor part act masc/neut gen pl διανίσταμαι aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστῇ — διανίσταμαι aor subj mid 2nd sg διανίσταμαι aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστήσατε — διανίσταμαι aor imperat act 2nd pl διανίσταμαι aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστήσεται — διανίσταμαι aor subj mid 3rd sg (epic) διανίσταμαι fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)