Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀνίσταμαι

  • 1 вставать

    вставать
    несов
    1. (подниматься на ноги) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, σηκώνομαι ὀρθιος:
    \вставать из-за стола σηκώνομαι ἀπ· τό τραπέζι·
    2. (на что-л.) ἀνεβαίνω, σκαρφαλώνω·
    3. перен (на защиту и т. п.) ὁρθώνομαι, ξεσηκώνομαι, ἀνίσταμαι, ὀρθοῦμαι·
    4. (о солнце) ἀνατέλλω, βγαίνω·
    5. (возникать) παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι, ἐγείρομαι·
    6. (наступать на что-л.) πατώ, στέκω, πατώ τό πόδι μου:
    \вставать на ковер πατώ στό χαλί·
    7. (останавливаться) σταματώ· ◊ \вставать на учет ἐγγράφομαι· \вставать с левой йоги ξυπνώ ἄκε-φος· \вставать на чьем-л. пути μπαίνω ἐμπόδιο.

    Русско-новогреческий словарь > вставать

  • 2 подниматься

    поднима||ться
    1. (вставать) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, ἀνίσταμαι, ἀνεγείρομαι:
    \подниматьсяться со своего́ места σηκώνομαι ἀπό τήν θέση μου· \подниматьсяться с постели а) σηκώνομαι ἀπό τό κρεββάτι,.6) (после болезни) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω·
    2. (наверх) ἀνεβαίνω, ἀνέρχομαι / ἀναδύομαι (всплывать):
    \подниматься-ться иа́ гору ἀνεβαίνω στό βουνό· \подниматьсяться по лестнице ἀνεβαίνω τή σκάλα·
    3. (повышаться) ὑψώνομαι, ἀνεβαίνω (άμετ.), αὐξάνομαι:
    цены \подниматьсяются οἱ τιμές ὑψώνονταν температу́ра \подниматьсяется ἡ θερμοκρασία ἀνεβαίνει·
    4. (возникать) σηκώνομαι:
    \подниматьсяется шум ἀρχίζει θόρυβος·
    5. (восставать) ἐπαναστατώ, στασιάζω, ἐξεγείρομαι·
    6. (о тесте) φουσκώνω.

    Русско-новогреческий словарь > подниматься

  • 3 встать

    встану, встанешь, ρ.σ.
    1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•

    встать с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || σηκώνομαι από τον ύπνο•

    вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•

    встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.

    || θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•

    больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.

    2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•

    встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    луна -ла το φεγγάρι βγήκε•

    солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.

    4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•

    -ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.

    5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•

    встать на ковер στέκομαι στο χαλί.

    6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•

    встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•

    рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.

    7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•

    часы -ли το ρολόι σταμάτησε.

    || παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•

    река -ла το ποτάμι πάγωσε.

    εκφρ.
    встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•
    встать на колени – γονατίζω•
    - на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•
    встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•
    встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο.

    Большой русско-греческий словарь > встать

  • 4 порывать(ся)

    -ает
    ρ.δ. απρόσ. παλ. διεγείρω, εξεγείρω φλέγω, ανάβω.
    1. σηκώνομαι απότομα, ανίσταμαι, ανορθώνομαι., πετάγομαι όρθιος.
    2. επιδιώκω δοκιμάζω, προσπαθώ αποπειρώμαι.
    ρ.δ.
    βλ. порвать(ся) (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > порывать(ся)

См. также в других словарях:

  • ἀνίσταμαι — ἀνίστημι make to stand up pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίσταμ' — ἀνίσταμαι , ἀνίστημι make to stand up pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • προσανίσταμαι — Α 1. ανασηκώνομαι και πιέζω κάτι («τῆς γλώττης... τοῑς ὀδοῡσι προσανισταμένης», Δίον. Αλ.) 2. εξεγείρομαι, κάνω επανάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνίσταμαι «σηκώνομαι, εξεγείρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υπανίσταμαι — Α 1. σηκώνομαι ξαφνικά 2. (για θήραμα) πηδώ ξαφνικά μπροστά σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγώς», Ξεν.) 3. σηκώνομαι από τη θέση μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • υπερανίσταμαι — ΜΑ στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ. β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.) μσν. υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՄ — I. (կաս, կայ, կացի, կա՛ց, կացէ՛ք.) NBH 1 1039 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c չ. ἴσταμαι sto, եւս եւ κεῖμαι jaceo διαμένω, ἑμμένω permaneo, remaneo, persevero. Տեղականել ուրեք. հաստատուն կամ կանգուն մնալ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿԵՆԴԱՆԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 1086 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c չ. ἁναβιόω, ἁναζάω revivisco, ad vitam redeo ζωοποιέομαι vivificor ἁνασφάλλω, ἁνίσταμαι resurgo. Դառնալ ʼի կենդանութիւն. վերստին կենդանի լինել. նորոգիլ, յառնել… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՅԱՌՆԵՄ — (յարեայ, արի՛, յարուցեալ,) NBH 2 0338 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ἁνίσταμαι, ἑπανίσταμαι , ἑφίσταμαι, ἑξανίσταμαι եւն. surgo, resurgo, exsurgo, assurgo եւ ἑγείρομαι, ἑξεγείρομαι excitor, erigor, expergifacior, in vitam reddor… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՏՍՊԱՐԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0622 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 10c, 11c ձ. ἁντέχομαι recipio me καταφύγω confugio. Ապաստան լիել ընդ հովանեաւ. ապաւինիլ. սղնմագ. *Փայտ կենաց է ամենեցուն՝ որ պատսպարին ʼի նա. Առակ. ՟Գ. 18: *Ստ պատսպարեցաւ ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՎԱՂԱՅԱՐՈՅՑ — ( ) NBH 2 0772 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ՎԱՂԱՅԱՐՈՅՑ ԼԻՆԵԼ. ὁρθρίζω, ἁνίσταμαι mane sive diluculo surgo. Կանուխ՝ վաղ քաջ ընդ առաւօտն՝ գիշերախառն յառնել. կանխել ընդ առաւօտս կամ ʼի վաղիւ անդր. էրքէն գալգմագ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»