-
1 κατεξανέστην
κατεξανίσταμαιrise up against: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)κατεξανίσταμαιrise up against: aor ind act 1st sg -
2 κατεξανισταμαι
(fut. κατεξαναστήσομαι, aor. 2 κατεξανέστην)1) восставать, противоборствовать, сопротивляться(τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων Plut.; τῆς κοινῆς προλήψεως Sext.)
2) быть непокорнымκ. ἁπάντων — (о коне Букефале) Plut. никому не даваться в руки
3) быть настороже, бдительно следить(τοῦ μέλλοντος Polyb.; παντὸς δεινοῦ Diod.)
-
3 κατεξανίσταμαι
A rise up against, struggle against, τινος Ph.2.47, Plu.Alex.6;τῆς τύχης Eun. Hist.p.256
D.;τοῦ πάθους D.S.10.7
; κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος to be on one's guard against.., Plb.Fr. 172;τοῦ πολέμου Plu.Demetr.22
;παντὸς δεινοῦ D.S.17.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεξανίσταμαι
См. также в других словарях:
κατεξανέστην — κατεξανίσταμαι rise up against aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) κατεξανίσταμαι rise up against aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)