-
1 κατανισταμαι
(aor. κατανέστην, pf. κατανέστηκα) поднимать восстание, восставать(τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων Polyb.)
-
2 κατανίσταμαι
V 1-0-0-0-0=1 Nm 16,3M: to rise up against [ἐπί τι] -
3 κατανίσταμαι
A rise up against, τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων, Plb.1.46.10, 38.12.7: abs., Id.38.13.1;ἐπὶ τὴν συναγωγήν LXXNu.16.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατανίσταμαι
-
4 κατανίσταμαι
κατ-αν-ίσταμαι, gegen einen aufstehen, sich gegen ihn empören, Widerstand leisten
См. также в других словарях:
κατανίσταμαι — (Α) εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, εναντιώνομαι («κατανέστη τῶν πολεμίων», Πολ.) … Dictionary of Greek
ՃՈԽԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0185 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 12c, 14c չ. κατανίσταμαι insurgo, consurgo. Ճոխաբար կամ իշխանաբար վարիլ. զօրանալ ʼի վերայ. կամիլ հարստահարել. ʼի վերայ յարձակել. պանծանալ. նազիլ. *Ընդէ՞ր ճոխացեալ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)