Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμφοτέρους

См. также в других словарях:

  • Ἀμφοτέρους — Ἀμφότερος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρους — ἀμφότερος either masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GENU — ex Graeco γόνυ, roboris sedes, Artemid. l. 1. c. 49. Τὰ γόνατα πρὸς τε ἰχὺν καὶ εὐανδρείαν ἐςτὶ ληπτέα καὶ πρὸς κινήσεις, καὶ πρὸς πράξεις κτλ. Quibus proin debilitatis, totum corpus imbecillum est. Plaut. Curcul. Act. 2. sc. 3. v. 30. Tenebrae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • μηδέτερος — α, ον (Α μηδέτερος, δωρ. τ. μηδάτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανείς από τους δύο («δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ πολέμω δὲ μηδετέρους», Θουκ.). επίρρ... μηδετέρως (Α) ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο τρόπο, ούτε… …   Dictionary of Greek

  • ξενάλια — τὰ (Μ) φιλικά δώρα προς ξένους («δοὺς αὐτῷ καὶ πρὸς ἀμφότερους ξενάλια τὰ ἁρμόζοντα», Κ. Πορφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. άλιος (πρβλ. νηφ άλιος, φυτ άλιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»