Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλέξ-

См. также в других словарях:

  • Κοξ, Αλεξ — (Alex Cox, Λίβερπουλ 1954 –). Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη και κινηματογράφο στο Μπρίστολ. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη ροκ μουσική, από την οποία άντλησε έμπνευση για τη δημιουργία των… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνστεντ, Άλεξ Φρίντρικ — (Axel Fredrik Cronstedt, Στρόεπστα 1722 – Στοκχόλμη 1765). Σουηδός ορυκτολόγος και χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου αργότερα διετέλεσε καθηγητής της χημείας και της ορυκτολογίας. Καθιέρωσε ένα σύστημα ταξινόμησης των ορυκτών με …   Dictionary of Greek

  • Μίλερ, Άλεξ — (Alex Muller, Βασιλεία 1927 –). Ελβετός φυσικός. Σπούδασε στη σχολή μαθηματικών και φυσικής του Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Ζυρίχης, στην οποία είχε καθηγητή τον νομπελίστα Βόλφγκανγκ Πάουλι. Μετά τις σπουδές του εργάστηκε για ένα… …   Dictionary of Greek

  • Νορθ, Άλεξ — (Alex North, Πενσιλβάνια 1910 – 1991). Αμερικανός συνθέτης. Σπούδασε στο Juilliard και στο Ωδείο της Μόσχας. Ταλαντούχος και πολυγραφότατος ασχολήθηκε μεταξύ άλλων και με μουσική για μπαλέτο, συμφωνικά έργα και θεατρικά. Σε μια μεταφορά κάποιου… …   Dictionary of Greek

  • Саня — Александр (Αλέξανδρος) греческое Пол: муж. Толкование имени: Αλέξ, «защитник» / ανδρος, «мужчина» Отчество: Александрович Александровна Женская форма: Александра Другие формы …   Википедия

  • καμπελίτες — οι αίρεση τών Διαμαρτυρομένων στις ΗΠΑ, που ιδρύθηκε από τον Άγγλο θεολόγο Αλεξ. Κάμπελ και η οποία δεν δεχόταν τα σύμβολα, τα μυστήρια, πολλά δόγματα και δίδασκε την επιστροφή στη διδασκαλία τής Καινής Διαθήκης, αλλ. «μαθητές τού Χριστού».… …   Dictionary of Greek

  • σύγκραση — η / σύγκρασις άσεως ΝΑ, και ιων. τ. σύγκρησις, ήσεως, Α [συγκεράννυμι] 1. η ενέργεια τού συγκεράννυμι*, σύμμιξη, ανάμιξη 2. εκκλ. η ένωση με τον θεό αρχ. 1. σύνθεση («οὐ θνητός, οὐδ ἀθάνατος, ἀλλ ἔχων τινὰ σύγκρασιν», Άλεξ.) 2. αστρον. ο… …   Dictionary of Greek

  • φιαρός — και ιων. τ. φιερός, ή, όν, Α 1. λαμπρός, φωτεινός 2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος 3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.) 4. (ιδίως για την κρέμα τού γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῡ ἀποαίνυσο… …   Dictionary of Greek

  • Alex Kapranos — Infobox musical artist Name = Alex Kapranos Background = solo singer Img capt = Alex Kapranos Birth name = Alexander Paul Kapranos Huntley Born = birth date and age|1972|3|20 Almondsbury, England Instrument = Vocals, Guitar Notable Instruments =… …   Wikipedia

  • Egnatia Odos — Autobahn 2 (Aftokinitodromos 2) Länge: geplant 670, fertig 635 km …   Deutsch Wikipedia

  • Egnatia Odos — Autobahn 2 (Aftokinitodromos 2) Länge: geplant 670, fertig 635 km …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»