Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλεξητήρ

См. также в других словарях:

  • αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] …   Dictionary of Greek

  • ἀλεξητήρ — one who keeps off masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητῆρα — ἀλεξητήρ one who keeps off masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητῆρας — ἀλεξητήρ one who keeps off masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητῆρες — ἀλεξητήρ one who keeps off masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητῆρι — ἀλεξητήρ one who keeps off masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξητῆρος — ἀλεξητήρ one who keeps off masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… …   Dictionary of Greek

  • αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …   Dictionary of Greek

  • αλεξήτωρ — ἀλεξήτωρ ( ορος), ο (Α) ο ἀλεξητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω] …   Dictionary of Greek

  • αλεξητήριος — ἀλεξητήριος, ία, ον (Α) [ἀλεξητήρ] 1. ο ικανός να αποκρούει, να υπερασπίζει ή να βοηθά (ειδικότερα ως επίθετο θεών) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀλεξητήριον α) φάρμακο για πρόληψη ή καταπολέμηση νοσηρού συμπτώματος, αντίδοτο δηλητηριάσεων β) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»