Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκόρητος

См. также в других словарях:

  • ἀκόρητος — insatiate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόρητος — (I) ἀκόρητος, ον (Α) [κορέννυμι] 1. ο ακόρεστος «Ἄρης ἀκόρητος αὐτῆς» (Ησίοδος) 2. ασκούπιστος, ακαλλώπιστος. (II) ἀκόρητος, ον (Α) [κόρις] αυτός που δεν τόν ενόχλησαν οι κοριοί …   Dictionary of Greek

  • ἀκορήτω — ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκορήτως — ἀκόρητος insatiate adverbial ἀκόρητος insatiate masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόρητον — ἀκόρητος insatiate masc/fem acc sg ἀκόρητος insatiate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκορήτου — ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκορήτους — ἀκόρητος insatiate masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκορήτῳ — ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόρητα — ἀκόρητος insatiate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόρητε — ἀκόρητος insatiate masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόρητοι — ἀκόρητος insatiate masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»