-
81 τἀκριβές
-
82 τακριβέστατον
ἀκρῑβέστατον, ἀκριβήςexact: masc acc superl sgἀκρῑβέστατον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc superl sg -
83 τἀκριβέστατον
ἀκρῑβέστατον, ἀκριβήςexact: masc acc superl sgἀκρῑβέστατον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc superl sg -
84 accurate
[æ'kjurət]1) (exactly right: an accurate drawing.) ακριβής2) (making no mistakes: an accurate memory.) ακριβής, αλάνθαστος, ορθός•- accuracy -
85 буквальный
επ.1. πιστός, κατά γράμμα, κατά λέξη•буквальный перевод πιστή μετάφραση.
2. ακριβής, κυριολεκτικός•-ое значение η ακριβής σημασία•
-ая мысль το ακριβές νόημα (σκέψη).
-
86 меткий
επ., βρ: -ток, -тка, -тко.1. εύστοχος, πετυχημέμος•меткий стрелок άριστος σκοπευτής•
-ая пуля εύστοχη σφαίρα•
меткий выстрел εύστοχος πυροβολισμός•
-ое ружьё εύστοχο όπλο.
2. μτφ. ακριβής•-ое слово πετυχημένη λέξη•
-ое определение ακριβής καθορισμός.
-
87 неточный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. μη ακριβής•неточный подсчёт μη ακριβής υπολογισμός.
2. ανακριβής, εσφαλμένος, λαθεμένος•-ое выражение εσφαλμένη έκφραση.
-
88 неукоснительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о; ακριβής, αυστηρός•-ое соблюдение дисциплины αυστηρή τήρηση της πειθαρχίας•
-ое ис-полнние ακριβής εκτέλεση.
-
89 нечёткий
επ., βρ: -ток, -етка, -ткоασαφής, δυσδιάκριτος, αδιευκρίνητος, αξεκαθάριστός• μη ακριβής•нечёткий почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας•
-ая работа μη ακριβής εργασία•
-ое изложение δυσνόητη έκθεση•
-ое гфоизношние μη καθαρή προφορά.
-
90 прецизионный
επ.ακριβής, ακριβείας•электроизмерительный прибор ακριβής ηλεκτρο μετρική συσκευή.
-
91 фиксация
-и θ.στερέωση, φιξάρισμα. || προσήλωση•фиксация внимания προσήλωση της προσοχής, ακριβής προσδιορισμός•
фиксация землетрясения ακριβής προσδιορισμός του σεισμού.
-
92 чёткий
επ., βρ: чток, четка, чтко; чтче.1. ευκρινής, ευδιάκριτος• διαυγής• σαφής, καθαρός, εναργής. || (για γραφικό χαρακτήρα) ευανάγνωστος•-ая надпись ευανάγνωστη επιγραφή.
2. ακριβής•-ое распределение ακριβής καταμερισμός.
-
93 περισσός
περισσός, [dialect] Att. [full] περιττός, ή, όν, (from περί, as ἔπισσαι from ἐπί, μέτασσαι from μετά)A beyond the regular number or size, prodigious, (never in Hom.);μος Trag.Adesp.458.3
; στάθμα, dub.sens., v. ἕλκω B. 3.2 out of the common, extraordinary, strange, ἔ τι περισσὸν εἰδείη if he has any signal knowledge, Thgn.769; εἴ τι φρονεῖς καί τι περισσὸν ἔχεις Philisc.( PLG2.327);π. λόγος S.OT 841
; (lyr.); (lyr.);βίος οὐδὲν ἔχων π. ἀλλὰ πάντα σμικρά Antipho Soph.51
;οὐ γὰρ π. οὐδὲν οὐδ' ἔξω λόγου πέπονθας E.Hipp. 437
;περισσότερα παθήματα Antipho 3.4.5
;τὰ π. τῶν ἔργων καὶ τερατώδη Isoc.12.77
; ἴδια καὶ π. Id.15.145 ;π. καὶ θαυμαστά Arist.EN 1141b6
; πρᾶξις π. Id.Pol. 1312a27 ;οὐθὲν δὴ λέγοντες π. φαίνονταί τι λέγειν Id.Metaph. 1053b3
; τί π. ποιεῖτε; Ev.Matt.5.47;περιττοτάτη φύσις Arist.HA 531a9
; συνανθρωπίζον.. πάντων περισσότατον, of the dog, Ath.13.611c, cf. Clearch.24 ; in Literature, striking, τὸ περιττόν, as a quality of οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, Arist.Pol. 1265a11; τὰ σοφὰ καὶ τὰ π. refinements, Epicur.Fr. 409 ; opp. κοινὸς καὶ δημώδης, Longin.40.2 (but also, elaborate,π. καὶ πεποιημένος Id.3.4
; in bad sense, far-fetched, D.H.Pomp.2, Dem.56).3 of persons, extraordinary, remarkable, esp. for great learning,π. ὢν ἀνήρ E.Hipp. 948
;τοὺς.. π. καί τι πράσσοντας πλέον Id.Fr. 788
; δυστυχεῖς εἶναι τοὺς π. Arist.Metaph. 983a2 ;π. γένος τῶν μελιττῶν Id.GA 760a4
: freq. with the manner added,π. κατὰ φιλοσοφίαν Id.Pr. 953a10
; περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος somewhat extravagant or eccentric, Id.Pol. 1267 b24; τῇ φύσει π. Id.HA 622b6;κάλλει Plu.Demetr.2
;ἐν ἅπασι Id.Dem. 3
;τὴν ὥραν Alciphr.1.12
: c. inf., D.H.Comp.18.4 c. gen., περισσὸς ἄλλων πρός τι beyond others in.., S.El. 155; θύσει τοῦδε περισσότερα greater things than this, AP6.321 (Leon.Alex.); one greater than..,Ev.Matt.11.9
.II more than sufficient, superfluous,αἱ π. δαπάναι X.Mem.3.6.6
; περιττὸν ἔχειν to have a surplus, Id.An.7.6.31; οἱ μὲν.. περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δὲ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα .. Id.Oec.20.1 : c. gen., τῶν ἀρκούντων περιττά more than sufficient, Id.Cyr. 8.2.21;τὰ π. τῶν ἱκανῶν Id.Hier.1.19
: freq. in military sense, οἱ π. ἱππεῖς the reserve horse, Id.Eq.Mag.8.14; οἱ π. τῆς φυλακῆς ib.7.7; π. σκηναί spare tents, Id.Cyr.4.6.12 (but τοῖς περιττοῖς χρήσεσθαι their superior numbers, Id.An.4.8.11, cf. Cyr.6.3.20); τὸ π. the surplus, residue, Inscr. ap. eund.An.5.3.13 (but τὸ π. τοῦ Ἰουδαίου the advantage of the Jew, Ep.Rom.3.1); Ἁρπυιῶν τὰ π. their leavings, AP11.239 (Lucill.); τὸ π. τῆς ἡμέρας the remainder of the day, X.Eph.1.3; π. γράμματα supplementary provisions in a will, BGU 326ii9 (ii A.D.).2 in bad sense, superfluous, useless, οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ π. Emp.13 ; μόχθος π. A.Pr. 385, cf. S.Ant. 780;π. κἀνόνητα σώματα Id.Aj. 758
;βάρος π. γῆς ἀναστρωφώμενοι Id.Fr. 945
; (lyr.);τὰ γὰρ π. πανταχοῦ λυπήρ' ἔπη Id.Fr.82
; ;π. πάντες οὑν μέσῳ λόγοι E.Med. 819
;π. φωνῶν Id.Supp. 459
.3 excessive, extravagant, μηχανᾶσθαι περισσά commit extravagances, Hdt.2.32 ; περισσὰ δρᾶν, πράσσειν, to be over-busy, S.Tr. 617, Ant.68; π. φρονεῖν to be over-wise, E.Fr. 924 (anap.);ἡ π. αὕτη ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Pl.R. 407b
; μῆκος πολὺ λόγων π. Id.Lg. 645c; redundant, overdone,οἱ καρτεροὶ καὶ π. λόγοι Id.Ax. 365c
, etc.; of dress, ἐσθὴς π. Plu.2.615d;περισσοτέρα λύπη 2 Ep.Cor.2.7
; τοῦ τὰ δέοντ' ἔχειν περιττὰ μισῶ I hate extravagance in comparison with moderation, Alex.254, etc.4 of persons, over-wise, over-curious,περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα E.Hipp. 445
, cf.Ba. 429(lyr.); ὁ πολυπράγμων καὶ π. Plb.9.1.4; τὴν περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ π. Plu.Cic.8; so, of speakers,π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης Aeschin.1.119
.5 as a term of praise, subtle, acute,ἀκριβὴς καὶ π. διάνοια Arist.Top. 141b13
.III Arith., ἀριθμὸς π. an odd, uneven number, opp. ἄρτιος, Epich.170.7, Philol.5, Pl.Prt. 356e, etc.;π. ἡμέραι Hp.Aph. 4.61
; τὸ π. καὶ τὸ ἄρτιον the nature of odd and even, Pl.Grg. 451c, etc.; π. χῶραι the odd places in a verse, Heph.5.1 ; ἀρτιάκις π. ἀριθμός a number divisible by an odd number an even number of times, as 2, 6, 10, Euc.7 Def.9.IV περισσότεροι more in number, extra, Carnead. ap. S.E.M.9.140.V περιττόν, τό, = στρύχνος μανικός, θρύον 11, Thphr.HP9.11.6;περισσόν Dsc.4.73
;περίσκον Orib.12.8.56
.B Adv. περισσῶς extraordinarily, exceedingly,θεοσεβέεες π. ἐόντες Hdt.2.37
; ἐπαινέσεται π. E.Ba. 1197 (lyr.); π. παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι to have them educated overmuch, Id.Med. 295; περιττοτέρως τῶν ἄλλων far above all others, Isoc.3.44;περισσότερον τοῦ ἑνός Luc. Pr.Im.14
; alsoπερισσά Pi.N.7.43
, E.Hec. 579, etc.2 remarkably, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά more sumptuously, Hdt.2.129 ;οἴκησις π. ἐσκευασμένη Plb.1.29.7
; περιττότατα ἔχειν to be most remarkable, Arist.HA 589a31 ;κοσμουμένη π. καὶ σεμνῶς Plu.2.145e
; περισσότατα ἀνθρώπων θρησκεύειν in the most singular way, D.C.37.17; ἡδέως καὶ π. in an uncommon manner, D.H.Comp.3; εἰπεῖν στρογγύλως καὶ π. Id.Is.20 ; ἰδίως καὶ π. Plu.Thes.19 ; τὰ καινῶς ἱστορούμενα καὶ π. Id.2.30d.4 with a neg., οὐδὲν περισσὸν τούτων nothing more than or beyond these, Antipho 3.4.6 ; ; οὐδὲν π. ἢ εἰ .. no otherwise than if.., Id.Smp. 219c; περισσόν alone, furthermore, LXX Ec.12.12,al.II ἐκ περιττοῦ superfluously, uselessly, Pl.Prt. 338c, Sph. 265e ; but ὑπερέχειν ἐκ π. to be far superior, Id.Lg. 734d, cf. 802d ; ἡ κάμινος ἐκαύθη ἐκ π. Thd.Da.3.22;ἐκ π. χρησάμενος τῇ παρρησίᾳ Luc.
Pro Merc.Cond.13; cf. ὑπερεκπερισσοῦ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσός
-
94 ὁλοσχερής
ὁλοσχερ-ής, ές,A whole, entire, complete, Hp. Alim.26, Theoc.25.210 ;παρατίθημ' ὁλοσχερῆ ἄρνα Diph.90
; ἀνήρ [S.]Fr.1127.4 ;νόμισμα IG12(7).67
B ([place name] Amorgos) ; dub. in ib.12(5).593 ([place name] Ceos), cf. δολοσχερής.b in large pieces, ὁ ἐλλέβορος -έστερος ληφθείς, opp. εἰς πάνυ σμικρὰ τριφθείς, Aristo Stoic.1.89, cf. Chrysipp. ib.2.158.2 absolute, (ii A. D.) ; universal, widespread,ὁ. κρίσις Plb.1.57.6
;φόβοι καὶ θόρυβοι Id.1.73.7
;παλίρροια Id.1.82.3
;προτέρημα Id.1.18.6
;- εστέρα συμπλοκή Id.1.40.11
;τὸ -έστερον μέρος Id.3.37.8
;- εστέρα σπάνις IG42(1).66.28
(Epid., i A. D.).3 in rough or general outline, τὸ ὁ., as Adv., roughly, Thphr.HP3.18.5 ; irreg. [comp] Sup.αἱ -ώταται δόξαι Epicur.Ep.1p.3U.
, cf. Phld.Oec.p.75 J. ([comp] Comp.) ; opp. ἀκριβής, Str.2.1.41, cf. 30 ; ap. Orib.49.1.1 ;ὁλοσχερεῖ λόγῳ Plot.1.6.9
; of an emetic ([etym.] ἀποφορτισμός), incomplete, opp. ἀκριβής, Archig. ap. Orib.8.23.2.4 - έστερα διαιτήματα fuller diet, Gal.19.194.II Adv. -ρῶς, συνθλάσαι pound coarsely, Dsc.5.72: [comp] Comp.-έστερον, συγκοπέντα Id.2.76.10
, cf. Gal.13.1044.2 entirely, altogether, utterly, Diph.27, IG9(2).338.4 (Thessaly, ii B. C.), Plb.1.10.1, Cic.Att.6.5.2, etc. ;ὁ. καὶ κατὰ κράτος λαβεῖν J.
BJ Prooem.8 ; ὁ. διακεῖσθαι πρός τι to be quite bent upon a thing, v.l. in Isoc.5.135 ; ὁ. οἰκοδομῆσαι build completely, LXX 1 Es.6.27(28).3 roughly, in a general way, Str.2.1.30, Longin.43.4 ; opp. ἀκριβῶς, Plot.3.8.9 : [comp] Comp.- έστερον Gal.2.901
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλοσχερής
-
95 περισσός
περισσός, att. -ττός (περί, πέριξ), über die Zahl, das Maaß, dah. übergroß, reichlich; περισσὰ δῶρα, überschwängliche Gaben, Hes. Th. 399; στάϑμας τινὸς περισσᾶς, Pind. P. 2, 91; u. adverbial, βάρυνϑεν περισσά, N. 7, 43; ξόανον, gewaltig groß, Ep. ad. 127 (IX, 601); – gew. mit tadelndem Nebenbegriffe, mehr als man braucht oder gut ist, überflüssig, unnütz; μόχϑος, Aesch. Prom. 383; αὐδῶ σε μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί, Spt. 1034; πρὸς τὸ ἄχος εἶ περισσά, Soph. El. 152, erkl. der Schol. ἄμετρος ἐν τῷ ϑρηνεῖν, übermäßig im Trauern; mit ἀνόνητος vrbdn, Ai. 745; περισσὰ δρᾶν, Tr. 614, wie sonst πολυπραγμονεῖν, vgl. Ant. 68; πόνος περισσός ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν, 776; περισσὸν οὐδὲν πέπ ονϑας, Eur. Hipp. 437; auch περισσὰ φωνεῖν, Suppl. 459 (vgl. Valck. diatr. 68); u. adverbial, τῇ περίσσ' εὐκαρδίῳ, Hec. 579, wie λαβοῠσαν ἄγραν τάνδε περισσὰν περισσῶς, Bacch. 1195; in Prosa: τούτους καὶ ἄλλα μηχανᾶσϑαι περισσά, καὶ δὴ καί –, Her. 2, 32; auch περισσότερον τῶν ἄλλων ϑάψαι τὴν ϑυγατέρα, prunkvoller, 2, 129; ἡ περιττὴ ἐπιμέλεια τοῠ σώματος, Plat. Rep. III, 407 b; ἐκ περιττοῠ, überflüssig, unnöthig, z. B. γίγνεσϑαι, Soph. 265 e, vgl. Prot. 338 b; περιττότερον, mehr, anders; vgl. οὐδὲν περιττότερον καταδεδαρϑηκὼς ἀνέστην μετὰ Σωκράτους ἢ εἰ μετὰ πατρὸς καϑηῠδον, Conv. 219 c; περιττότερον τῶν αλλων ἤσκησα, Isocr. 3, 44; der auch verbindet τὰ περιττὰ τῶν ἔργων καὶ τερατώδη καὶ μηδὲν ὠφελοῠντα τοὺς ἄλλους, 12, 77; ὁ π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσϑένης, Aesch. 1, 119; auch subtil, καὶ ἀκριβής, Arist. top. 6, 4; οὐδὲν περιττότερον ἤπερ, Pol. 31, 6, 7; περιττὰ τῶν ἀρκούντων, mehr als hinreichend, Xen. Cyr. 8, 2, 21; περιττῷ κυκλοῠσϑαι, durch die Ueberzahl umzingeln, 6, 3, 20, vgl. An. 4, 8, 11, öfter. Bei Sp. auch im guten Sinne, dem Gemeinen, Gewöhnlichen entgegengesetzt. – Bei Zahlenbestimmungen = ungrade, Ggstz ἄρτιος, Plat. Prot. 356 e Polit. 282 c u. öfter. Sonst drückt es auch bei einer bestimmten Zahl ein bloßes Darüber oder Mehr aus, εἴκοσι περιττά, zwanzig und mehr.
-
96 σκάρῑφος
-
97 κωρότης
κωρότης, ητος, ἡ, Stumpfheit der Sinne, bes. Taubheit, Arist. u. Sp. Im Ggstz von ἀκριβης αἴσϑησις Dem. 19, 226; Unempfindlichkeit, Arist. H. A. 10, 1.
-
98 κατ-ασκέω
κατ-ασκέω, verstärktes simplex, Sp., δίαιτα ἀκριβὴς καὶ κατησκημένη Plut. Ages. 33.
-
99 εὐ-σύν-οπτος
εὐ-σύν-οπτος, leicht zu übersehen, τὸ πεδίον Aesch. 3, 118; Arist. pol. 7, 4; deutlich, καὶ ἀκριβής Isocr. 15, 172, öfter; übertr., Arist. rhet. 3, 12 u. Sp.
-
100 λεπτός
λεπτός ( λέπω, also eigtl. geschält), dünn, sein, zart; bes. vom Gewebe, εἵαατα Il. 22, 511, ὀϑόναι 18, 595, φᾶρος Od. 10, 544, πέπλοι 7, 97, ήλάκατα 17, 97; auch ἀράχνια, 8, 280; so πέπλος Eur. Med. 949 u. sonst, wie in Prosa, ἱμάτια Thuc. 2, 49; – λεπτότατος χαλκός Il. 20, 275; vgl. Pind. Ol. 12, 25; – κονίη, seiner Staub, Il. 23, 506; vom kleingetretenen Getreide, 20, 497; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν, seine, dünne Asche, Ar. Nubb. 177; – δρόσοι λεπτοὶ λεόντων Aesch. Ag. 139; λεπταὶ κώνωπος ῥιπαί 866; σύριγγος ὅπως πνοὰ λεπτοῦ δόνακος Eur. Or. 126; καὶ ὀλίγον γῆς μόριον Plat. Tim. 59 b. – Vom Erdreich, mager, Xen. Oec. 17, 8 u. Theophr. – Von der menschlichen Gestalt, gew. tadelnd, schmächtig, mager, Hes. O. 499, Hippocr.; seltener = schlank, zierlich, vgl. Ar. Eccl. 539 Nubb. 1017; Ggstz παχύς, Ath. XIII, 569 b; so δάκτυλος, Plat. Rep. VII, 523 d Crat. 389 b; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, das kleine Vieh, Schaafe u. Ziegen, Her. 8, 137; vgl. Xen. Cyr. 1, 4, 11; – πλοῖα, dünne, leichte Fahrzeuge, Her. 7, 36; Thuc. 2, 83 u. A.; ἄκραι ἠπείρου Her. 8, 107; κλιμάκια, πυρίδια, Ar. Pax 69 Lys. 1207; auch ἐλπίς, Equ. 1244; – schmal, eng, εἰςίϑμη Od. 6, 264; ἐπὶ λεπτὸν τετάχϑαι, Xen. Cyr. 5, 4, 46; ἐπὶ λεπτὸν ἐκτεταγμένων, Pol. 3, 115, 6, u. öfter so von einer nicht tiefen Schlachtordnung. – Uebh. klein, gering, schwach, μῆτις, Il. 10, 226. 23, 590; aber λεπτὸς νοῦς, sein, scharfsinnig, spitzfindig, bis ins Kleinste eindringend, Eur. Med. 529, wie μῦϑοι, ib. 1081; vgl. Ar. Ach. 445; φροντίς, Nubb. 230 u. öfter; λεπτὼ λογιστά Av. 318; dah. τὸ λεπτόν, vom Styl, D. Hal.; καὶ ἀκριβής, Antiph. 3 δ 2; οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες Plat. Rep. X, 607 c; διὰ τὸ λεπτῶς καὶ πυκνῶς πάντ' ἐξετάζειν Amphis bei Ath. X, 448 a; τὰ κατὰ λεπτόν, das Geringfügige, 8. Emp. adv. log. 2, 295; – τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος, das kleinste Geldstück, Plut. Cic. 29, vgl. λεπτόν. – Von der Stimme, schwach, Ar. Av. 235 u. A. – Vom Gefühl, sein empfindend, reizbar, Schäfer D. Hal. de C. V. p. 246. – Phot. hat auch einen compar. λεπτίστερος.
См. также в других словарях:
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
ακριβής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς απόλυτα ορθός, κανονικός, σύμφωνος με την πραγματικότητα: Η πληροφορία που μας δόθηκε ήταν ακριβής. – Η ώρα που έχεις δεν είναι ακριβής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβῆς — ἀκριβάζω to be proud fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβής — ἀκρῑβής , ἀκριβής exact masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
ἀκριβέστατ' — ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact adverbial superl ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc superl pl ἀκρῑβέστατε , ἀκριβής exact masc voc superl sg ἀκρῑβέσταται , ἀκριβής exact fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβῆ — ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)