-
61 ἀκριβεστάτων
ἀκρῑβεστάτων, ἀκριβήςexact: fem gen superl plἀκρῑβεστάτων, ἀκριβήςexact: masc /neut gen superl pl -
62 ακριβεστέραις
ἀκρῑβεστέραις, ἀκριβήςexact: fem dat comp plἀκρῑβεστέρᾱͅς, ἀκριβήςexact: fem dat comp pl (attic) -
63 ἀκριβεστέραις
ἀκρῑβεστέραις, ἀκριβήςexact: fem dat comp plἀκρῑβεστέρᾱͅς, ἀκριβήςexact: fem dat comp pl (attic) -
64 ακριβεστέρας
ἀκρῑβεστέρᾱς, ἀκριβήςexact: fem acc comp plἀκρῑβεστέρᾱς, ἀκριβήςexact: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
65 ἀκριβεστέρας
ἀκρῑβεστέρᾱς, ἀκριβήςexact: fem acc comp plἀκρῑβεστέρᾱς, ἀκριβήςexact: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
66 ακριβεστέρων
ἀκρῑβεστέρων, ἀκριβήςexact: fem gen comp plἀκρῑβεστέρων, ἀκριβήςexact: masc /neut gen comp pl -
67 ἀκριβεστέρων
ἀκρῑβεστέρων, ἀκριβήςexact: fem gen comp plἀκρῑβεστέρων, ἀκριβήςexact: masc /neut gen comp pl -
68 ακριβεστέρως
ἀκρῑβεστέρως, ἀκριβήςexact: masc acc comp pl (doric)ἀκρῑβεστέρως, ἀκριβήςexact: comp -
69 ἀκριβεστέρως
ἀκρῑβεστέρως, ἀκριβήςexact: masc acc comp pl (doric)ἀκρῑβεστέρως, ἀκριβήςexact: comp -
70 ακριβέα
ἀκρῑβέα, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀκρῑβέα, ἀκριβήςexact: masc /fem acc sg (epic ionic) -
71 ἀκριβέα
ἀκρῑβέα, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀκρῑβέα, ἀκριβήςexact: masc /fem acc sg (epic ionic) -
72 ακριβές
-
73 ἀκριβές
-
74 ακριβέστατα
ἀκρῑβέστατα, ἀκριβήςexact: adverbial superlἀκρῑβέστατα, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc superl pl -
75 ἀκριβέστατα
ἀκρῑβέστατα, ἀκριβήςexact: adverbial superlἀκρῑβέστατα, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc superl pl -
76 ακριβέστατον
ἀκρῑβέστατον, ἀκριβήςexact: masc acc superl sgἀκρῑβέστατον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc superl sg -
77 ἀκριβέστατον
ἀκρῑβέστατον, ἀκριβήςexact: masc acc superl sgἀκρῑβέστατον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc superl sg -
78 τακριβέα
ἀκρῑβέα, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀκρῑβέα, ἀκριβήςexact: masc /fem acc sg (epic ionic) -
79 τἀκριβέα
ἀκρῑβέα, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀκρῑβέα, ἀκριβήςexact: masc /fem acc sg (epic ionic) -
80 τακριβές
См. также в других словарях:
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
ακριβής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς απόλυτα ορθός, κανονικός, σύμφωνος με την πραγματικότητα: Η πληροφορία που μας δόθηκε ήταν ακριβής. – Η ώρα που έχεις δεν είναι ακριβής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβῆς — ἀκριβάζω to be proud fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβής — ἀκρῑβής , ἀκριβής exact masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
ἀκριβέστατ' — ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact adverbial superl ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc superl pl ἀκρῑβέστατε , ἀκριβής exact masc voc superl sg ἀκρῑβέσταται , ἀκριβής exact fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβῆ — ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)