-
41 ακριβεστέρα
ἀκρῑβεστέρᾱ, ἀκριβήςexact: fem nom /voc /acc comp dualἀκρῑβεστέρᾱ, ἀκριβήςexact: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ἀκρῑβεστέρᾱͅ, ἀκριβήςexact: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
42 ακριβέστερον
ἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: adverbial compἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: masc acc comp sgἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc comp sg -
43 ἀκριβέστερον
ἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: adverbial compἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: masc acc comp sgἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc comp sg -
44 τακριβέστερον
ἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: adverbial compἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: masc acc comp sgἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc comp sg -
45 τἀκριβέστερον
ἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: adverbial compἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: masc acc comp sgἀκρῑβέστερον, ἀκριβήςexact: neut nom /voc /acc comp sg -
46 точный
επ. βρ: -чен, -чна, -чно.1. ακριβής• σωστός•точный вес ακριβές ζύγισμα•
-ое время ακριβής χρόνος ή ώρα•
-ые весы ζυγαριά ακριβείας•
-ые приборы ακριβή όργανα•
-ая стрельба εύστοχη βολή.
2. συγκεκριμένος•-ые инструкции ακριβείς οδηγίες•
точный адрес ακριβής διεύθυνση.
|| τακτικός•точный человек τακτικός άνθρωπος.
3. παλ. όμοιος, ίδιος.εκφρ.- ые науки – οι θετικές επιστήμες. -
47 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
48 аккуратный
аккуратный 1) ταχτικός, επιμελής 2) (точный ) ακριβής* * *1) ταχτικός, επιμελής2) ( точный) ακριβής -
49 верный
верный 1) (преданный) πιστός, έμπιστος \верныйые друзья οι πιστοί φίλοι 2) (правильный) σωστός, ορθός· ακριβής (точный)' \верныйое решение η ορθή λύση 3) (надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστος· из \верныйых источников από σίγουρη πηγή* * *1) ( преданный) πιστός, έμπιστοςве́рные друзья́ — οι πιστοί φίλοι
2) ( правильный) σωστός, ορθός; ακριβής ( точный)ве́рное реше́ние — η ορθή λύση
3) ( надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστοςиз ве́рных исто́чников — από σίγουρη πηγή
-
50 меткий
меткий εύστοχος, ακριβής (точный)' επιτυχημένος (удачный)* * * -
51 чёткий
-
52 неукоснительный
неукоснительныйприл ἀκριβής, ὑποχρεωτικός:\неукоснительныйое исполнение ἡ ἀκριβής ἐκτέλεσις. -
53 ακριβεί
ἀκρῑβεῖ, ἀκριβήςexact: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἀκρῑβεῖ, ἀκριβήςexact: masc /fem /neut dat sg -
54 ἀκριβεῖ
ἀκρῑβεῖ, ἀκριβήςexact: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἀκρῑβεῖ, ἀκριβήςexact: masc /fem /neut dat sg -
55 ακριβείς
ἀκρῑβεῖς, ἀκριβήςexact: masc /fem acc plἀκρῑβεῖς, ἀκριβήςexact: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
56 ἀκριβεῖς
ἀκρῑβεῖς, ἀκριβήςexact: masc /fem acc plἀκρῑβεῖς, ἀκριβήςexact: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
57 ακριβεστάτας
ἀκρῑβεστάτᾱς, ἀκριβήςexact: fem acc superl plἀκρῑβεστάτᾱς, ἀκριβήςexact: fem gen superl sg (doric aeolic) -
58 ἀκριβεστάτας
ἀκρῑβεστάτᾱς, ἀκριβήςexact: fem acc superl plἀκρῑβεστάτᾱς, ἀκριβήςexact: fem gen superl sg (doric aeolic) -
59 ακριβεστάτη
ἀκρῑβεστάτη, ἀκριβήςexact: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ἀκρῑβεστάτῃ, ἀκριβήςexact: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
60 ακριβεστάτων
ἀκρῑβεστάτων, ἀκριβήςexact: fem gen superl plἀκρῑβεστάτων, ἀκριβήςexact: masc /neut gen superl pl
См. также в других словарях:
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
ακριβής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς απόλυτα ορθός, κανονικός, σύμφωνος με την πραγματικότητα: Η πληροφορία που μας δόθηκε ήταν ακριβής. – Η ώρα που έχεις δεν είναι ακριβής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβῆς — ἀκριβάζω to be proud fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆς , ἀκριβής exact masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβής — ἀκρῑβής , ἀκριβής exact masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
ἀκριβέστατ' — ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact adverbial superl ἀκρῑβέστατα , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc superl pl ἀκρῑβέστατε , ἀκριβής exact masc voc superl sg ἀκρῑβέσταται , ἀκριβής exact fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβῆ — ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκρῑβῆ , ἀκριβής exact masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβέστερον — ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact adverbial comp ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact masc acc comp sg ἀκρῑβέστερον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)