-
1 ἀκρό-παστος
ἀκρό-παστος, oben bestreut mit Salz und Gewürz, Sopat. bei Athen. III, 119 a von Fischen.
-
2 ἀκρόπαστος
A sprinkled on the surface: slightly salted, Sopat.13, Xenocr. 76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόπαστος
-
3 ἀκρόπαστος
ἀκρό-παστος, oben bestreut mit Salz und Gewürz; von Fischen
См. также в других словарях:
ακρόπαστος — ον (α) ο ραντισμένος με αλάτι στην εξωτερική επιφάνεια του, ο λίγο αλατισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek
πετάλι — Μικρό νησί του Ιόνιου, σε απόσταση ενός ναυτικού μιλίου από το βορειοδυτικό άκρο του, μικρού επίσης, νησιού Κίθρο. * * * (I) το, Ν [πέταλο] 1. παστός κέφαλος που ανοίγεται στα πλάγια και παίρνει το σχήμα τού πετάλου 2. σύκο ανοιγμένο και… … Dictionary of Greek