-
1 αδεες
-
2 αδεές
-
3 ἀδεές
-
4 ἀδεής
A fearless, εἴ περ ἀδειής τ' ἐστί, of Hector, Il.7.117;κύον ἀδεές 8.423
, Od.19.91: c. gen.,ἀ. θανάτου Pl.R. 386b
, cf. Arist.EN 1115a33;ἐν θαλάττῃ καὶ ἐν νόσοις ἀ. ὁ ἀνδρεῖος 1115b1
.2 without anxiety, secure, τὸ ἀ. security, Th.3.37; ἀ. δέος δεδιέναι to fear where no fear is, Pl. Smp. 198a.II causing no fear, not formidable,πρὸς ἐχθρούς Th.1.36
([comp] Comp.);οὐ γὰρ ἀδεὲς τοῦτ' ὑπολαμβάνω D.16.22
.III most common in Adv. ἀδεῶς without fear or scruple, confidently, Hdt.3.65, 9.109;ἀ. τινὰ ὠφελοῦμεν Th.2.40
;ἀ. περί τινος ἀποφαίνεσθαι Pl.La. 186d
;ἀ. πολιτεύεσθαι Lys.24.25
;ἀ.
bibitCic.
Att.13.52: [comp] Comp.- έστερον Th.4.92
.------------------------------------------- -
5 ἀ-δεής
ἀ-δεής, ές, ohne Furcht ( δέος), sorglos, unbekümmert, bei Hom. auch frech, schamlos; im Ganzen bei Hom. viermal, mit Dehnung des ε Iliad. 7, 117 εἴ περ ἀδειής (furchtlos) τ' ἐστὶ καὶ εἰμόϑου ἔσι' ἀκόρητος, und mit Doppelung des δ in der Anrede κύὸν ἀδδεές (schamlos) Iliad. 8, 423. 21, 481 Od. 19, 91; s. Buttmann Lexil. 1, 171. – Plat. neben ἄφοβος Alc. I, 122 a; ϑανάτου, den Tod nicht fürchtend, Rep. III, 386 b; aber δέος ἀδεές, unbegründete Furcht, die keine Furcht ist, Conv. 198 a, was fälschlich von δεῖ abgeleitet u. unnöthig erklärt wird; οὐκ ἀδεές τινι, bedenklich für, Dem. 16, 22. – Adv. ἀδεῶς, Her. 9, 109 u. oft bei Sp., bes. Plut., furchtlos, nach Belieben, Cim. 10.
-
6 αδεης
эп. ἀδδεής и ἀδειής 21) безбоязненный, бесстрашный, неустрашимый (sc. Ἕκτωρ Hom.; ἀ. τινος Plat., πρός τι и ἔν τινι Arst.)2) не внушающий страха, не страшный(πρός τινα Thuc.)
ἀδεὲς δέος δεδιέναι Plat. — испытывать неосновательный страх;οὐκ ἀδεὲς τοῦθ΄ ὑπολαμβάνω τῇ πόλει Dem. — я считаю это небезопасным для города3) беззастенчивый, бесстыдный(κύων Hom.)
-
7 δέος
δέος, τό, die Furcht, Angst, körperlich u. gemüthlich, vgl. φόβος, Herodot. 4, 115 φόβος τε καὶ δέος, Demosth. 21, 124 δέει καὶ φόβῳ, Heliodor. 2 p. 78 δέει τῶν παρόντων φόβων. Die Wurzel von δέος ist Δι-, δίεσϑαι, δείδω, δειλός, δεινός, δεῖμα, Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 201. 2, 225. Bei Homer findet sich δέος nicht selten, aber, abgesehn vom oben besonders aufgeführten genitiv. δείους, nur in der Form δέος, accusativ. Odyss. 6, 140 τῇ γὰρ Ἀϑήνη ϑάρσος ἐνὶ φρεσὶ ϑῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων, meist nominativ, z. B. Iliad. 4, 421 ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν, Iliad. 14, 387 ἀλλὰ δέος ἰσχάνει ἄνδρας, Iliad. 15, 658 ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος; öfters χλωρὸν δέος, bleiche Furcht, z. B. Odyss. 12, 243 Iliad. 17, 67; δέος ἀκήριον, vgl. s. v. ἀκήριος; Odyss. 14, 88 καὶ μὲν τοῖς ὄπιδος κρατερὸν δέος ἐν φρεσὶ πίπτει; einige Male ist δέος = »Grund zur Furcht«: Iliad. 1, 515 ἢ ἀπόειπ', ἐπεὶ οὔ τοι ἔπι δέος, »da du keine Ursache hast dich zufürchten«; mit infinitiv., Iliad. 12, 246 σοὶ δ' οὐ δέος ἔστ' ἀπολέσϑαι· οὐ γάρ τοι κραδίη μενεδήιος οὐδὲ μαχήμων, du hast keinen Grund, zu fürchten, daß du um kommen werdest; Odyss. 5, 347 οὐδέ τί τοι παϑέειν δέος οὐδ' ἀπολέσϑαι; Odyss. 8, 563 οὐδέ ποτέ σ ριν οὔτε τι πημανϑῆναι ἔπι δέος οὔτ' ἀπολέσϑαι. – Folgende: τινός, vor etwas, Ar. Ach. 581 u. sonst; Sp. auch ἀπό τινος, Hdn. 2, 15; Dem. vrbdt es auch wie das Verbum mit dem acc., τεϑνᾶσι τῷ δέει τοὺς τοιούτους ἀποστόλους 4, 45; c. inf., 12, 246; sonst μή, Soph. O. C. 223; Ar. Eccl. 650; Dem. 1, 3: ἀδεὲς δέος δεδιέναι, unnöthige Furcht haben, Plat. Conv. 198 a; δεινότερον τούτου δέος Thuc. 3, 45. – Den plur. hat Ael. N. A. 8, 10, δείματα ἐξ ἐπιβου. λῆς καὶ δέα ποικίλα ἐπαγόντων.
-
8 ἀν-επι-βούλευτος
ἀν-επι-βούλευτος, ohne Nachstellung, passiv., τὸ ἀδεὲς καὶ ἀν., Sicherheit, Thuc. 3, 37; vgl. Luc. Tyrannicid. 16; dem nicht nachgestellt wird, ἀρχή Pol. 7, 8; φϑόνῳ com. bei D. L. 6, 93.
-
9 δεος
- ους τό1) страх, боязнь(δ. ἰσχάνει ἄνδρας Hom.)
δ. τινὸς πρός τινα Arst. чей-л. — страх перед кем-л.;ἀδεὲς δ. δεδιέναι ирон. Plat. — страшиться нестрашным страхом, т.е. испытывать неосновательный страх;τὸ δ. ἐγίγνετο μέ … Thuc. — возникло опасение, как бы не …;τεθνᾶσι τῷ δέει (= μέγιστα δεδίασι) τοὺς τοιούτους Dem. — они до смерти боятся этих (людей)2) причина страха, повод к боязни(οὔ τοι ἔπι = ἔπεστι δ. Hom.)
-
10 δέος
A , Cerc.Fr. 18 ii 4; δείους (written for δϝέεος) Il.10.376, 15.4), τό: pl., v. infr.11:—fear, alarm, χλωρὸν δέος pale fear, ib.7.479, etc.: distd. by Ammon. from φόβος, as being morelasting ([etym.] δέος.. κακοῦ ὑπόνοια, φόβος δὲ ἡ παραυτίκα πτόησις), cf. Prodic. ap. Pl.Prt. 358d;φόβος τε καὶ δ. Hdt.4.115
;τὸ δ. καὶ ὁ φ. Lys.20.8
;δέει καὶ φόβῳ D.21.124
, cf. 23.103; alsoδέος.. αἰσχύνη θ' ὁμοῦ S.Aj. 1079
; ἵνα γὰρ δ., ἔνθα καὶ αἰδώς Poet. ap. Pl.Euthphr. 12b; δ. τινός fear of a person or thing, Ar.Ach. 581;δέει τῶν Κερκυραίων μή.. Th.1.26
; τεθνᾶσι τῷ δέει τοὺς τοιούτους ἀποστόλους ( τεθνᾶσι τῷ δέει = δεδίασι) D.4.45;τρέμειν τῷ δέει τί πείσεται Alex.110.6
: c. inf.,σοὶ δ' οὐ δ. ἔστ' ἀπολέσθαι Il.12.246
: folld. by μή with subj.,οὐχὶ δ. μή σε φιλήσῃ Ar.Ec. 650
;μέγα τὸ δ. ἐγένετο μὴ.. Th.3.33
;δέος ἴσχετε μηδέν, ὅσ' αὐδῶ S.OC 223
; ἀδεὲς δ. δεδιέναι to fear where no fear is, Pl.Smp. 198a;πρὸς δέους λαβεῖν τι Plu.Flam.7
; of reverence, A.Pers. 703.II reason for fear, Il.1.515; means of inspiring fear,δ. δεινότερον Th.3.45
: rarely in pl.,δέη ἐπιπέμπει πολλὰ ὁ θεός Lys. 6.20
;δέα ποικίλα Ael.NA8.10
; alsoδέατα Hecat.364J.
(δϝεψ-ος, cf. δεινός, Skt. dve[snull ][tnull ]i 'hate'.) -
11 θαρσαλέος
A daring,πολεμιστής Il. 21.589
, etc.;ἦτορ 19.169
;φωνά Pi.N.9.49
; ἐλπίδες θ. confident, A.Pr. 536 (lyr.): c. inf., ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θαρρ. Pl.Prt. 350a;θ. περί τι Arist.Rh. 1383a15
: [comp] Comp. , Pl.Prt.l.c.; τὸ θαρσαλέον confidence,ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι Th.2.51
, cf. Lys.21.25: so in Adv., θαρραλέως ἔχειν to be of good courage,πρὸς θάνατον Pl.Ap. 34e
;πρὸς τοὺς πολεμίους X.An.2.6.14
: [comp] Comp.- ώτερον Isoc.Ep.7.3
.2 in bad sense, overbold, audacious,θ. καὶ ἀναιδής Od.17.449
;θαρσαλέη, κύον ἀδεές 19.91
;θ. καὶ θρασεῖς Pl.Lg. 649c
. Adv.,ψευδῆ λέγειν θαρραλέως Is.10.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαρσαλέος
-
12 μέμονα
A mṇ-), cogn. with μένος (cf. Il.5.135, 136), μαίνομαι: [ per.] 1sg.μέμονα Il.5.482
; [ per.] 2sg.μέμονας 9.247
, al.; [ per.] 3sg. μέμονε, μέμονεν, 12.304, 18.176, al.; [ per.] 2 dualμέμᾰτον 8.413
; [ per.] 1pl.μέμᾰμεν 9.641
; [ per.] 2pl.μέμᾰτε 7.160
; [ per.] 3pl.μεμάᾱσι 10.208
, 236, al.; [ per.] 3sg. imper. μεμάτω [ᾰ] 20.355; inf.μεμονέναι Hdt. 6.84
;μεμάμεν Hsch.
: [tense] plpf. [ per.] 3sg. μεμόνει prob. cj. in Theoc.25.64 (μέμοινε, μέμαεν codd.); [ per.] 3pl.μέμᾰσαν Il.13.337
: mostly in [tense] pf. part.μεμᾰώς 5.301
, al. ( μεμᾱώς nom. sg. masc. only Il. 16.754); which in [dialect] Ep. and Lyr. retains ω in oblique cases, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, exc. where we have μεμᾱότες, μεμᾱότε [ā metri gr.], Il.2.818, 13.197; fem.μεμᾰυῖα 4.440
, al. ( μεμᾱότας is dub. l. in Pi.O.1.89):— to be furiously or very eager, c. [tense] pres. inf.,λάβε φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μεμαώς Il.18.156
; μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν ib. 176;μέμονέν τε μάχεσθαι Od.20.15
;μέμασαν δὲ μάχεσθαι Il.13.135
;ἀλεξέμεναι μεμαῶτα 1.590
;ἐρεσσέμεναι μεμαῶτες 9.361
;θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον Od.4.351
;τοῦ.. μεμάασιν ἀκουέμεν ὁππότ' ἀείδῃ 17.520
; μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι we would fain be, Il.9.641: c. [tense] aor. inf.,ἀποκτάμεναι μεμάασιν 20.165
; ;διαπραθέειν μεμαῶτες 9.532
;γούνων ἅψασθαι μεμαώς 21.65
;ἐξελθεῖν μεμαῶτα 22.413
; ;ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες Pi.N.1.43
: inf. omitted, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοί (sc. ἕταροί σοι γενέσθαι) Il.10.236: abs., rage, (lyr.); γαστέρα.. μεμαυῖαν ravenous, Od.17.286; βῆ μεμαώς he strode on eagerly, Il.10.339;ἕλκ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς 11.239
;ἆλτ' ἐπί οἱ μεμαώς 21.174
, cf. 22.326; ἐν πέτρᾳ μεμαώς, of a fisher, expectant, Theoc. 21.42: with Adv. of direction, πῇ μέματον; whither so fast? Il.8.413; πῇ μεμαυῖα κατ' Οὐλύμπου τόδ' ἱκάνεις; 14.298; πρόσσω μεμαυῖαι pressing forward, 11.615;ἀντικρὺ μεμαώς 13.137
;ἰθὺς μεμαῶτι 22.284
: so c. dat. instrum.,μεμαότες ἐγχείῃσι 2.818
.2 to be minded, purpose, intend: c. [tense] pres. inf., οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι has no mind to be chased, Il.12.304; ἀλλ' ἄνα, εἰ μέμονάς γε καὶ ὀψέ περ υἷας Ἀχαιῶν τειρομένους ἐρύεσθαι (perh. [tense] fut. inf.) 9.247; ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον; 24.657;ἢ καταλείψουσιν.. ἦε μένειν μεμάᾱσι 22.384
, cf. 10.208, 409, Od.5.375: c.[tense] aor. inf., πῇ τ' ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον; Il.13.307;εἰ.. μέματον καταδῦναι ὅμιλον 10.433
: c. [tense] fut. inf., sts. with sense of hoping, expecting, presuming, πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας, κύον ἀδεές, ἀντἴ ἐμεῖο στήσεσθαι; 21.481; ἀλλ' ἄγε, πῶς μέμονας πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν; 7.36, cf. 2.543, 12.197, 200, 218; οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν καλλείψειν (ἐκπέρσειν Zenod.
); 14.88, cf. 15.105;μέμονέν τε μάλιστα μητέρ' ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν Od.15.521
;σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες 24.395
: c. acc. cogn., μέμονεν δ' ὅ γε ἶσα θεοῖσι deems himself a match for.., Il.21.315; τί μέμονας; what wishest thou ? A.Th. 686 (lyr.): c. gen.,μεμαυἶ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Il.5.732
; μεμαότε θούριδος ἀλκῆς mindful of.., 13.197 (cf.μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς 5.718
);ἦ τινα καὶ Δαναῶν, ἀλκῆς μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι 17.181
(unless ἀλκῆς goes only with σχήσω), cf. 9.655, 20.256, Od.22.172: abs.,διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε Il.16.435
;δίδυμα μέμονε φρήν E.IT 655
(lyr.). -
13 ἡμέρα
ἡμέρα, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] ἡμέρη IG12(5).1 ([place name] Ios), [dialect] Dor. [full] ἀμέρα ib.5(1).213.43,al., 1390.109, 1432.25, Test.Epict.4.12, Michel995A 32, etc., [dialect] Locr. [full] ἀμάρα IG9(1).334.42 (aspirated perh. only in [dialect] Att. and West [dialect] Ion., cf.Aἐπάμερος Pi.
, etc.,αὐθημερόν IG7.235.18
([place name] Oropus), etc.; usu. unaspirated in early [dialect] Att. Inscrr., IG12.49.6, al.; aspirated in codd. even in dialects: original ἀμέρα prob. took aspirate from ἑσπέρα): ἡ:— day, less freq. than ἦμαρ in Hom.,ἡ. ἥδε κακὸν φέρει Il.8.541
, 13.828; τίς νύ μοι ἡ. ἥδε; Od.24.514; νύκτες τε καὶ ἡ. 14.93; μῆνές τε καὶ ἡ. ib. 293;νοῦσοι ἐφ' ἡμέρῃ αἳ δ' ἐπὶ νυκτί Hes.Op. 102
; ἡ σήμερον ἡ., v. σήμερον· ἅμα ἡμέρᾳ or ἅμα τῇ ἡμέρᾳ at daybreak, X.An.6.3.6, Aeschin.3.76;ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86
; ἡ. διέλαμψεν, ἐξέλαμψεν, ὑπέφαινε, Ar.Pl. 744, Pax 304, X.Cyr.4.5.14; τῆς ἡ. ὀψέ late in the day, Id.HG2.1.23.2 sts. like [dialect] Ep. ἦμαρ, with Adjs. to describe a state or time of life, ἐπίπονος ἁ. a life of misery, S.Tr. 654 (lyr.); λυπρὰν ἄγειν ἡ. E. Hec. 364; ἐχθρὰ ἡ. Id.Ph. 540; παλαιὰ ἁ. old age, S.Aj. 623 (but θεία ἡ. Id.Fr. 950 is dub. l.); τερμία ἁ. Id.Ant. 1330 (lyr.); αἱ μακραὶ ἁμέραι length of days, Id.OC 1216(lyr.); νέα ἁ. youth, E. Ion 720(lyr.); so τῇ πρώτῃ ἡ. Arist.Rh. 1389a24; ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡ. at the close of life, ib. 1389b33, cf. S.OT 1529; ζοὴν βλέπουσιν ἡ. look life-like, Herod.4.68.3 poet. for time,ἡ. κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια S.Aj. 131
;ἐς τόδ' ἡμέρας Id.OC 1138
: pl., ἐν ἡμέραις τινός in the days of.., LXX 1 Ch.4.41, etc.; ἡ. ἀρχαῖαι ib.Ps.142(143).5.5 a fixed day, τακτὴ ἡ. Act.Ap.12.21; ῥητὴ ἡ. Luc.Alex.19;ἡ. ἔστησαν ἀρχαιρεσιῶν D.H.6.48
, cf. Act.Ap.17.31;ἡ. Κυρίου LXXJl.2.1
, cf. 2 Ep.Pet.3.12, etc.;ἡ. κρίσεως Ev.Matt.10.15
: so abs., ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας a human tribunal, 1 Ep.Cor.4.3;ἡμέραι καὶ ἀγῶνες Jahresh.23
Beibl.93 (Pamphyl.).6 in pl., age, προβεβηκὼς ἐν ταῖς ἡ. Ev.Luc.1.7, cf. LXXGe.47.8, etc.II abs. usages,1 gen., τριῶν ἡμερέων within three days, Hdt.2.115, cf. Th.7.3; ἡμερῶν ὀλίγων within a few days, Id.4.26, etc.; ἄλλης ἡ. another day, S.El. 698; τῆς αὐτῆς ἡ. Isoc.4.87;μιᾶς ἀμέρας IG5(1).213.43
(Sparta, V B.C.); ἡμέρας by day, opp. νυκτός, S.Fr.65;οὔθ' ἡμέρας οὔτε νυκτός Pl.Phdr. 240c
; τοὺς.. τῆς ἡ. ἄρτους δ ¯ daily, UPZ 47.21 (ii B.C.); δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης twice every day, Hdt.2.37; δίς τῆς ἡ. Pl.Com.207; πεντάκις τῆς ἡ. Men.326; κατεσθίω.. τῆς ἡ. πένθ' ἡμιμέδιμνα five every day, Pherecr.1.2 dat., τῇδε θἠμέρᾳ,= σήμερον, (S.OT 1283; .3 acc., πᾶσαν ἡ. any day, i.e. soon, Hdt.1.111, 7.203; τὴν μὲν αὐτίχ' ἡ. S.OC 433; ὅλην τὴν ἡ. Eup.233; τρίτην ἡ. ἥκων two days after one's arrival, Th.8.23;οὐδεμίαν ἡ. ὑπεύθυνος εἶναί φημι D.18.112
; πέντε ἡμέρας during five days, Th.8.103; τὰς ἡ. in the daytime, X.Cyr.1.3.12; τὴν ἡ. daily, LXXEx. 29.38.III with Preps., μίαν ἀν' ἁμέραν on one day, Pi.O.9.85; ἀνὰ πᾶσαν ἡ. every day, Hdt.7.198; ἀφ' ἡμέρας τῆς νῦν from this day, S.OT 351; but ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ from early in the day, Plb.8.25.11: δι' ἡμέρης, [dialect] Att. - ρας, the whole day long, Hdt.1.97, 2.173, Pherecr.64, Ar.Ra. 260(lyr.); διὰ τρίτης ἡ. every other day, Hdt. 2.37; διὰ πολλῶν ἡ. at a distance of many days, Th.2.29;δι' ἡμερῶν τινων Thphr.HP4.3.6
; εἰσ ἡμέραν yearly, LXXJd.17.10; ἐν ἡμέρῃ in a single day, Hdt.1.126, cf. Men.Pk. 377;ἐνἡ. μιᾷ S.OT 615
; τῇδ' ἐν ἡ. Id.OC 1612; ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡ. Ev.Jo.14.20; ἐν ἑστέραισιν ἡ. A.Ag. 1666; ἐν ὀκτὼ ἡ. Lys.20.10; but ἐν τρισὶν ἡ. within three days, Ev.Jo.2.19; ἐξ ἡμέρας by day, οὔτε νυκτὸς οὔτ' ἐξ ἡ. S.El. 780; ἡμέραν ἐξ ἡμέρας day after day, Henioch.5.13, LXXGe.39.10, 2 Ep.Pet.2.8 (butἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας LXX 2 Ch.21.15
); ἐπ' ἡμέρην ἔχειν, ἐφ' -ραν χρῆσθαι, sufficient for the day, Hdt.1.32, Th.4.69;τὸ γὰρ βρότειον σπέρμ' ἐφ' ἡ. φρονεῖ A. Fr. 399
;τῆς ἐφ' ἡ. βορᾶς E.El. 429
; but τοὐφ' ἡμέραν day by day, Id.Cyc. 336: c. dat., ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ (v.l. -ρης -της ) every day, Hdt.5.117;ὁ ἥλιος νέος ἐφ' ἡμέρῃ Heraclit.6
; καθ' ἡμέραν by day, A.Ch. 818 (lyr.); καθ' ἡ. τὴν νῦν to-day, S.OC3, Aj. 801; but καθ' ἡ. commonly means day by day, IG12.84.40, etc.; καθ' ἡ. ἀεί [S.]Fr.1120.4: with Art.,τὸν καθ' ἡ. βίον Id.OC 1364
;ἡ καθ' ἡ. ἀναγκαία τροφή Th.1.2
;τὰ καθ' ἡ. ἐπιτηδεύματα Id.2.37
;τὸ καθ' ἡ. ἀδεές Id.3.37
, etc.; τὸ καθ' ἡ. every day, Ar.Eq. 1126 (lyr.), etc.; alsoτὰ καθ' ἑκάστην τὴν ἡ. ἐπιτηδεύματα Isoc.4.78
; μετ' ἡμέρην in broad daylight, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Ar.Pl. 930; opp. νύκτωρ, Aeschin.3.77; μεθ' ἡμέρας some days after, LXXJd.15.1; ἡμέρα παρ' ἡμέραν γιγνομένη day following on day, Antipho 5.72; but παρ' ἡμέραν every other day, Dsc.3.137, Luc.DDeor.24.2;παρ' ἡ. ἄρχειν Plu.Fab.15
;καθ' ἡμέραν εἰώθειν ὀργίζεσθαι, νῦν παρ' ἡμέραν, εἶτα παρὰ δύο, εἶτα παρὰ τρεῖς Arr.Epict.2.18.13
; πρὸ ἡμέρας before day-break, Diph.22; but πρὸ ἀμερᾶν δέκα ἤ κα μέλλωντι ἀναγινώσκεν GDI5040.42 ([place name] Crete); (Thisbe, ii B.C.); γίγνεται, ἔστι πρὸς ἡμέραν, towards day, near day, X.HG2.4.6, Lys.1.14; also, for the day, daily, Charito 4.2.IV as pr. n., the goddess of day, Hes.Th. 124.2 v. ἥμερος 11.
См. также в других словарях:
ἀδεές — ἀδεής fearless masc/fem voc sg ἀδεής fearless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… … Dictionary of Greek
πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… … Dictionary of Greek