-
1 αγρός
-
2 ἀγρός
-
3 ἀγρός
A field, mostly in pl., fields, lands, Il.23.832, Od.4.757, Pi.P.4.149, etc.; opp. κῆποι, Theopomp. Hist. 89; sg., farm, Od.24.205; also in pl., X.HG2.4.1:— tilled land, opp. fallow,ἀγρὸς καὶ ἀργός, Ἀθηνᾶ 20.167
([place name] Erythrae).2 country, opp. town, Od.17.182, E.Supp. 884, etc.;ἀγρὸν τὰν πόλιν ποιεῖς Epich.169
; ἀγρῷ in the country, Od.11.188; ἐπ' ἀγροῦ in the country, 1.190, 22.47;ἐπ' ἀγρὸῦ νόσφι πόληος 1.185
; in pl., ;ἐν οἴκοις ἢ 'ν ἀγροῖς S. OT 112
; ἐπ' ἀγρῶν ib. 1049; ;τὸν ἐξ ἀγρῶν Id.OT 1051
;τὰ ἐξ ἀγρῶν Th.2.13
, cf. 14;κατ' ἀγρούς Cratin. 318
, Pl.Lg. 881c;οἰκεῖν ἐν ἀγρῷ Ar.Fr.387.2
; τὰ ἐν ἀγρῷγιγνόμενα fruits, X.Mem.2.9.4, cf. An.5.3.9:—prov., οὐδὲν ἐξ ἀγροῦ λέγεις, ἀγροῦπλέως, i.e. boorish, Suid., Hsch.—Rare in later Greek, Ev.Marc. 15.21, PAmh.2.134.5, POxy. 967. [[pron. full] ᾰ by nature, so always in Com., exc.Ar.Av. 579, Philem.116; ᾱγρόθεν in Alc. Com.19 is paratrag.] (Cf. Skt. ájras 'plain', prob. fr. aj 'drive' (cf. ἄγω), i.e. pasture.) -
4 ἀγρός
ἀγρός, οῦ, ὁ (cp. ἄγω: DELG s.v. ἀγρός; Hom.+) field, land, countryside.① open country as opposed to city or village, countryside, land, field Hv 2, 1, 4; 9:3 al. ἐν (τῷ) ἄγρῳ in the field (PAmh 134, 5; ‘[like a gazelle] in open country’ 2 Km 2:18; 10:8 al.) Mt 24:18; Lk 17:31; εἰς τὸν ἀγρόν in the field Mk 13:16; εἶναι ἐν (τῷ) ἀ. Mt 24:40; Lk 15:25; 17:35 v.l.; ἔρχεσθαι εἰς τὸν ἀ. go (out) into the country Hv 3, 1, 2; πορεύεσθαι εἰς ἀ. (Timaeus Hist. [IV/III B.C.]: 566 Fgm. 48, 2 Jac. [Athen. 12, 15, 518d]; Ruth 2:2) Mt 24:18; Mk 16:12 or ὑπάγειν εἰς ἀ. Hv 4, 1, 2; περιπατεῖν εἰς τὸν ἀ. Hs 2:1. ἔρχεσθαι ἀπʼ ἀγροῦ come in fr. the country Mk 15:21; Lk 23:26; εἰσέρχεσθαι ἐκ τοῦ ἀ. (cp. PEleph 13, 6 οὔπω εἰσελήλυθεν ἐξ ἀγροῦ; Gen 30:16; Jos., Ant. 5, 141) Lk 17:7 (s. B-D-F §255; Mlt. 82); cp. πάρεστιν ἀπʼ ἀγροῦ 11:6 D.—B. 1304.② freq. in pl. property that is used for farming purposes, farm, estate (cp. Lat. ager=estate.—X., Mem. 3, 9, 11; SIG 914, 39; OGI 235, 2; 1 Km 8:14; 22:7 al.; cp. Josh 19:6; Jos., Ant. 17, 193) Mt 19:29; 22:5; Mk 10:29f; 14:18 (but s. 3); Lk 15:15. W. πόλις: ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς among the farms Mk 5:14; Lk 8:34; w. κῶμαι (Dio Chrys. 13 [7], 42) Mk 6:36; Lk 9:12; w. κῶμαι and πόλεις Mk 6:56.③ land put under cultivation, arable land, field (X., Mem. 1, 1, 8) Mt 13:24, 27, 31, 38; Lk 14:18 (s. 2); Ac 4:37; Hv 3, 1, 3. In it grow τὰ κρίνα τοῦ ἀ. wild lilies Mt 6:28; χόρτος τοῦ ἀ. (Gen 3:18; 4 Km 19:26) vs. 30; ζιζάνια τοῦ ἀ. weeds in the field 13:36; παμβότανον τοῦ ἀ. 1 Cl 56:14 (Job 5:25).—Used to hide treasure Mt 13:44; ἀ. τοῦ κεραμέως potter’s field 27:7f, 10 (s. GStrecker, Der Weg der Gerechtigkeit ’62, 76–82). KDieterich, RhM 59, 1904, 226ff.—M-M. TW. -
5 ἀγρός
ἀγρός, ὁ, Acker, ager (verw. ἔργον, Werk), bearbeitetes Land, bes. ländliche Besitzung im Ggstz. der Stadt, ἄστυ, auch ἀγρὸν πολυδένδρεον Od. 23, 139. Oft im plur., wo wir collectiv. das Land sagen; οἱ ἐν τοῖς ἀγροῖς u. οἱ ἐκ τῶν ἀγρῶν, die Landleute.
-
6 αγρος
ὅ преимущ. pl.1) поле, пашня Hom., Pind.τὰ ἐξ ἀγρῶν Thuc. и τὰ ἐκ τοῦ ἀγρο ὡραῖα или τὰ ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα Xen. — сельскохозяйственные продукты
2) сельская местность, деревняἐπ΄ ἀγροῦ Hom., ἐπ΄ ἀγρῶν и ἀγροῖσι Soph., κατ΄ ἀγρούς Plat. и ἐπ΄ ἀγροῖς Plut. — в деревне;
ἐν οἴκοις ἢ ἐν ἀγροῖς Soph. — в городе или в деревне3) поместье, именье Hom. -
7 ἀγρός
1 field “ ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάντας.” P. 4.149 -
8 ἀγρός
ἀγρός: field, country, opp. to town, ἐπ' ἀγροῦ νόσφι πόληος, Od. 16.383; ἐξ ἀγροῖο πολίνδε, Od. 17.182.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγρός
-
9 ἀγρός
ἀγρός, Acker, ager, bearbeitetes Land, Feld, bes. ländliche Besitzung od. Landgüter im Ggstz. der Stadt. Oft im plur., wo wir kollectiv. das Land sagen -
10 ἀγρός
Grammatical information: m.Meaning: `field'Compounds: ἄγροικος `who lives in the country' ( ἀγρο-Ϝοικ-); in modern Greek this gave an oppositum γροικός = νοήμων; from this again γροικῶ `understand' (Hatzidakis, Glotta 14, 208f.). ἄγρωστις \< *h₂eǵro-h₁d-tis, cf. νῆστις; Meier-Brügger, KZ 103 (1990) 33f.Derivatives: ἄγριος `agrestis, wild'. ἀγροιώτης (Il.) for ἀγρώτης will have arisen at verse end, Risch 32. On ἀγρέτης s. ἄγρα. ἀγρότερος `wild' from `from the field(s)' in opposition to cultivated places. ἄγρυπνος `who sleeps outside' developed into `sleepless, awake' (cf. ἄγρ-αυλος `who has his bed\/lair in the field')Origin: IE [Indo-European] [6] *h₂eǵrosEtymology: Old IE word, originally the uncultivated field: Skt. ájra-, Lat. ager, Germ., Goth. akrs, Arm. art. Connection with * agō `drive' is probable.Page in Frisk: 1,16Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγρός
-
11 Ἀγρὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀγρὸς
-
12 ἀγρὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγρὸς
-
13 ἀγρός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγρός
-
14 ἀγρός
ὁ ἀγρός поле -
15 ἀγρός
68 ἀγρός{сущ., 36}1. поле, участок земли;2. деревня, селение.Ссылки: Мф. 6:28, 30; 13:24, 27, 31, 36, 38, 44; 19:29; 22:5; 24:18, 40; 27:7, 8, 10; Мк. 5:14; 6:36, 56; 10:29, 30; 13:16; 15:21; 16:12; Лк. 8:34; 9:12; 12:28; 14:18; 15:15, 25; 17:7, 31, 36; 23:26; Деян. 4:37.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀγρός
-
16 αγρός
68 ἀγρός{сущ., 36}1. поле, участок земли;2. деревня, селение.Ссылки: Мф. 6:28, 30; 13:24, 27, 31, 36, 38, 44; 19:29; 22:5; 24:18, 40; 27:7, 8, 10; Мк. 5:14; 6:36, 56; 10:29, 30; 13:16; 15:21; 16:12; Лк. 8:34; 9:12; 12:28; 14:18; 15:15, 25; 17:7, 31, 36; 23:26; Деян. 4:37.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αγρός
-
17 αγρός
ο1) поле; нива;τα άνθη τού αγρου — полевые цветы;
2) πλ. сельская местность;§ αγρόν ηγόρασα — по мне хоть трава не расти
-
18 ἀγρός
1. поле, участок земли; 2. деревня, селение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγρός
-
19 αγρός
οAcker m -
20 ἀγρός
поле, поместье
См. также в других словарях:
ἀγρός — field masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
αγρός — ο 1. χωράφι, κτήμα, όπου καλλιεργούνται κυρίως δημητριακά. 2. στον πληθ., αγροί είναι ολόκληρη η έξω από μια πόλη καλλιεργούμενη έκταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας … Dictionary of Greek
ἀγροί — ἀγρός field masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρούς — ἀγρός field masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρέ — ἀγρός field masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῷ — ἀγρός field masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρόν — ἀγρός field masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] … Dictionary of Greek