Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγρώτης

См. также в других словарях:

  • αγρώτης — ἀγρώτης, ο (Α) [αγρός] 1. αυτός που διαμένει στους αγρούς, ο χωρικός 2. αυτός που βρίσκεται σε άγρια κατάσταση, ο άγριος …   Dictionary of Greek

  • ἀγρώτης — of the field masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρῶται — ἀγρώτης of the field masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»