-
1 άγρυπνος
-
2 ἄγρυπνος
-
3 αγρυπνος
21) бессонный; не спящий, бодрствующий(ὑπὸ φροντίδων Luc.)
2) бдительный, неусыпный, неутомимый(Ζηνὸς βέλος Aesch.; κύνες Plat.; ἥρως Theocr.)
3) не дающий заснуть, прогоняющий сон(νοήσεις Arst.; πόθος Anth.)
-
4 ἄγρυπνος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄγρυπνος
-
5 ἄγρυπνος
ἄγρυπν-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγρυπνος
-
6 άγρυπνος
η, ο [ος, ον ]1) не спящий, бодрствующий; бессонный (о ночи); 2) невыспавшийся; 3) бдительный, не- усыпный; 4) лишающий сна, не дающий уснуть (о заботах и т. к. ι -
7 άγρυπνος
[агрипнос] επ бессонный. -
8 ἄγρυπνος
-
9 άγρυπνος
alertΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άγρυπνος
-
10 παν-άγρυπνος
παν-άγρυπνος, ganz schlaflos, ganz wach, μέριμνα, Mel. 112 (VII, 195).
-
11 συν-άγρυπνος
συν-άγρυπνος, mitschlaflos, mitwachend, Nonn. D. 9, 266.
-
12 ἐπ-άγρυπνος
ἐπ-άγρυπνος, schlaflos, Sp.
-
13 ὑπ-άγρυπνος
ὑπ-άγρυπνος, etwas schlaflos, Hippocr.
-
14 αγρυπνότερον
ἄγρυπνοςwakeful: adverbial compἄγρυπνοςwakeful: masc acc comp sgἄγρυπνοςwakeful: neut nom /voc /acc comp sg -
15 ἀγρυπνότερον
ἄγρυπνοςwakeful: adverbial compἄγρυπνοςwakeful: masc acc comp sgἄγρυπνοςwakeful: neut nom /voc /acc comp sg -
16 άγρυπνον
-
17 ἄγρυπνον
-
18 αγρυπνότατον
-
19 ἀγρυπνότατον
-
20 αγρύπνως
См. также в других словарях:
ἄγρυπνος — wakeful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγρυπνος — η, ο (Α ἄγρυπνος, ον) 1. αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, ο άυπνος 2. αυτός που έχει πάντα τεταμένη την προσοχή του, προσεκτικός, έτοιμος αρχ. 1. αυτός που εμποδίζει κάποιον να κοιμηθεί, που κρατάει κάποιον άυπνο 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
άγρυπνος — η, ο 1. αυτός που δεν κοιμάται: Έμεινα άγρυπνος τη νύχτα και αισθάνομαι άσχημα. 2. αδιάκοπος, προσεχτικός: Είχε την άγρυπνη παρακολούθηση της μητέρας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγρυπνότερον — ἄγρυπνος wakeful adverbial comp ἄγρυπνος wakeful masc acc comp sg ἄγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότατον — ἄγρυπνος wakeful masc acc superl sg ἄγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρύπνως — ἄγρυπνος wakeful adverbial ἄγρυπνος wakeful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγρυπνον — ἄγρυπνος wakeful masc/fem acc sg ἄγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότατοι — ἄγρυπνος wakeful masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότατος — ἄγρυπνος wakeful masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότεροι — ἄγρυπνος wakeful masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνότερος — ἄγρυπνος wakeful masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)