-
41 кошт
-а α. παλ.διατήρηση, συντήρηση•жить на своём -е συντηρούμαι μόνος μου.
|| χρηματικά μέσα. -
42 кулик
-ύ. α. κολυρίονας, μπεκατσόν, σκολοπακίδα.εκφρ.всяк кулик своё болото хвалит – αν όεν παινέσεις το σπίτι σου, θαπέσει να σε πλακώσει. -
43 ладить
лажу, ладишьρ.δ.1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•ладить со всеми τά χω καλά με όλους•
один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•
они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).
2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•
ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.
3. σκοπεύω, προτίθεμαι.4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.
1. ταιριάζω•беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.
2. σκοπεύω, προτίθεμαι.3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι. -
44 лезть
лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•
лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.
|| κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.
3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.
4. βάζω το χέρι•лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.
5. εισχωρώ, μπαίνω•гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.
6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.
9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.
10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).εκφρ.лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος. -
45 лицо
-а, πλθ. лица ουδ.1. πρόσωπο•черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•
круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•
угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•
раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•
выражение -а έκφραση του προσώπου.
2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.
3. άτομο, άνθρωπος•соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•
историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•
официальное лицо επίσημο πρόσωπο.
|| φυσιογνωμία•романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.
4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.
|| πρόσοψη κτιρίου.5. (γραμμ.) το πρόσωπο•глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.
εκφρ.в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•в - – στο πρόσωπο•от -а – εξ ονόματος, από μέρους•перед -ом – μπροστά, ενώπιον•- ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•- ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•- а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•- ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω. -
46 маскировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маскированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ.1. μεταμφιέζω, μασκαρεύω.2. καμουφλάρω, παραλλάσσω•маскировать пушки καμουφλάρω τα πυροβόλα.
|| μτφ. αποκρύπτω, κρύβω, καλύπτω•маскировать красивыми фразами καλύπτω με ωραίες φράσεις•
маскировать своё смущение κρύβω την ταραχή μου.
1. μεταμφιέζομαι, μασκαρεύομαι.2. καμουφλάρομαι, παραλλάσσομαι. || μτφ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι. -
47 мнение
-я ουδ.1. γνώμη•общественное мнение η γνώμη της κοινωνίας•
высказать своё мнение λέγω τη γνώμη μου•
обмен -ями ανταλλαγή γνωμών•
благоприятное мнение ευμενής γνώμη•
борьба -ий πάλη γνωμών•
разделять мнение συμμερίζομαι τη γνώμη•
изменять мнение αλλάζω γνώμη•
быть хорошего -я о ком-л. έχω καλή γνώμη για κάποιον•
быть худого -я о ком-л. έχω κακή γνώμη (ιδέα) για κάποιον•
быть о себе слишком высокого -я έχω πολΰ μέγαλη ιδέα για τον εαυτό μου•
быть одного -я с кем-л. έχω την ίδια γνώμη με κάποιον•
я того -я, что... έχω την ίδια γνώμη που... • я присоединяюсь к вашему -ю τάσσομαι με τη γνώμη σας.
2. πόρισμα, απόφαση•мнение комиссии το πόρισμα της επιτροπής•
мнение суда απόφαση δικαστηρίου.
-
48 намерение
-я ουδ.σκοπός, διάθεση• πρόθεση• απόφαση•угадать чь-н. намерение μαντεύω τη διάθεση κάποιου•
благие -я αγαθές διαθέσεις•
от -я до исполнения далеко από την πρόθεση ως την εκτέλεση είναι μακριά•
его -я не удались οι σκοποί του δεν πέτυχαν•
упорствовать в своём -и επιμένω στην απόφαση μου.
εκφρ.без (всякого) -я – χωρίς (καμιά) πρόθεση•с -ем – σκόπιμα. -
49 настоять
настоять 1-ою, -оишьρ.σ.επιμένω, εμμένω•настоять на выдаче денег επιμένω να δοθούν χρήματα•
настоять на своём мнении επιμένω στη γνώμη μου•
настоять на свом επιμένω στο δικό μου.
настоять 2-ою, -оишь, προστκ. настой, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настоянный, βρ: настоятьсян, -а, -о ρ.σ.μ.1. φτιάχνω αφέψημα• εκχυλίζω.2. αρωματίζω οινοπνευματώδες ποτό•настоять водку !на вишне φτιάχνω ούζο με γεύση βύσσινου.
βλ. ρ. ενεργ. φ. -
50 обессмертить
-рчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обессмерченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.αποθανατίζω•обессмертить своё имя αποθανατίζω το όνομα μου.
αποθανατίζομαι. -
51 обнаружить
-жу, -жишьρ.σ.μ.1. αποκαλύπτω, φανερώνω, εμφανίζω, εμφαίνω εκδηλώνω, εξωτερικεύω•обнаружить своё желание εκδηλώνω την επιθυμία μου•
обнаружить тайные замысли врагов αποκαλύπτω τα μυστικά σχέδια των εχθρών•
обнаружить преступление αποκαλύπτω το έγκλημα.
2. ανεβρί-σκω•обнаружить противника ανεβρίσκω τον αντίπαλο.
3. διαπιστώνω.1. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εμφανίζομαι, βγαίνω στα φόρα• εκδηλώνομαι, εξωτερικεύομαι.2. (αν ε) βρίσκομαι•потрянные письма -лись οι χαμένες επιστολές βρέθηκαν.
|| γίνομαι φανερός•скоро -лось, что... γρήγορα έγινε φανερό ότι...
-
52 оборонять
ρ.δ.μ. αμύνομαι για κάτι, υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω•оборонять своё отечество υπερασπίζω την πατρίδα.
αμύνομαι•оборонять от врага αμύνομαι κατά του εχθρού.
|| προφυλάσσομαι•оборонять от ударов προφυλάσσομαι από τα χτυπήματα.
-
53 обратить
-ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•-йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•
обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•
обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•
обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.
|| αλλάζω, μεταφέρω•-разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.
|| τραβώ, προσελκύω•обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.
2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•
обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.
3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•
обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).
|| τρέπω•обратить в бегство τρέπω σε φυγή•
обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.
4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.
εκφρ.в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•
обратить вспять πισωγυρίζω.
|| κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.
|| καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.
2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.
|| περιφέρομαι.3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•
он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.
4. οξύνω, εντείνω•обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•
обратить в зр-ние εντείνω την όραση.
|| τρέπομαι•обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.
-
54 остаться
-анусь, -анешьсяρ.σ.1. μένω, παραμένω•не уйду, -анусь здесь δε θα φύγω, θα μείνω εδώ•
теперь мы -лись одни τώρα εμείς μείναμε μονοί, μας.
|| διαμένω, κατοικώ•он -анется в деревне αυτός θα μείνει στο χωριό.
|| δεν προβιβάζομαι, δεν προάγομαι•он -лся на второй год в классе αυτός δεν προβιβάστηκε.
2. (απαντά στο 3ο πρόσωπο) διατηρούμαι, παραμένω•закон -нется в силе ο νόμος θα παραμείνει σε ισχύ.
|| τηρούμαι, κρατιέμαι•дело -лось в тайне η υπόθεση παρέμεινε μυστκή.
|| υπολείπομαι, απομένω•-лось знать... απόμεινε να μάθω...•
за вами -лось десять рублей μείνατε χρέος δέκα ρούβλια.
3. είμαι, βρίσκομαι, παραμένω.4. μένω•он -лся сиротой αυτός έμεινε ορφανός•
она -лась вдоной αυτή έμεινε χήρα•
он -лся без денег αυτός έμεινε χωρίς χρήματα•
остаться в выигрыше μένω κερδισμένος•
остаться должным μένω χρεομένος•
-в своём мнении μένω με τη γνώμη μου.
5. χάνω στο χαρτοπαίγνιο.6. επαφίεμαι.εκφρ.остаться за кем – α) παραμένω στην κυριότητα κάποιου, β) μένω χρεώστης•остаться ни при чём – και να παραμείνω δε βγαίνει τίποτε•остаться ни с чем – μένω με τίποτε (στερούμαι των πάντων)•остаться с носом – μένω με την όρεξη (χωρίς να γευθώ τίποτε). -
55 осуществить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осуществленный, βρ: -лен, -лени, -лено; ρ.σ.μ. πραγματοποιώ, -τώνω• εκτελώ εκπληρώνω•осуществить своё желание πραγματοποιώ την επιθυμία μου.
πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι•-лись все наши планы πραγματοποιήθηκαν όλα осуществить σχέδια μας.
-
56 отрицать
ρ.δ.μ.1. αρνούμαι, δεν παραδέχομαι•отрицать свою вину αρνούμαι το σφάλμα μου•
отрицать своё участие в деле αρνούμαι τη συμμετοχή μου στην υπόθεση.
2. αποποιούμαι, απορρίπτω.παλ. αρνούμαι. -
57 перестраховать
-хую, -хуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестрахованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. ασφαλίζω εκ νέου•перестраховать своё имущество ξαναβάζω στην ασφάλεια την περιουσία μου.
2. ασφαλίζω (όλα, πολλά)•перестраховать все дома ασφαλίζω όλα τα σπίτια.
1. ασφαλίζομαι εκ νέου.2. επιφυλάσσομαι, προσέχω, πέρνω μέτρα ασφάλειας. -
58 поберечь
ρ.σ.μ. φυλάσσω, διαφυλάσσω διατηρώ, συντηρώ προσέχω (από βλάβη) φροντίζω, κοιτάζω, προφυλάσσω•-ги деньги φύλαξε τα χρήματα•
-ги своё здоровье κοίταξε (πρόσεξε) την υγεία σου.
φυλάγομαι, προφυλάσσομαι, προσέχω. -
59 повинный
επ., βρ: -винен, -винна, -винно;1. ένοχος• φταίχτης• υπαίτιος•я ни в чём не -винен δε φταίω σε τίποτε.
2. παλ. παραδεχόμενος (την ενοχή, το σφάλμα).3. παλ. υποχρεωμένος υπόχρεος•каждый гражданин -винен защищать своё отечество κάθε πολίτης είναι υποχρεωμένος να υπερασπίζει την πατρίδα του.
εκφρ.принести -ую, прийти с -ой (головой) – έρχομαιμε σκυμμένο το κεφάλι (παραδέχομαι την ενοχή μου» το σφάλμα μου). -
60 поэтому
επίρ.γι αυτό να γιατί•- я более не верю обещаниям πολλές φορές αυτός δεν κράτησε το λόγο του, γι αυτό πια δεν πιστεύω στις υποσχέσεις του. || (παλ.) συνεπώς, κατά συνέπεια.
См. также в других словарях:
СВО — синдром Вискотта Олдрича мед. Источник: http://www.raaci.ru/clinics.htm СВО среднее время до отказа Источник: http://www.minsvyaz.ru/ new portal/site.shtml?id=2003 СВО «Советское военное обозрение» журна … Словарь сокращений и аббревиатур
СВО — специальная водоочистка. Поддерживает нормируемые значения основных показателей водного режима реакторной установки. Термины атомной энергетики. Концерн Росэнергоатом, 2010 … Термины атомной энергетики
своё я — сущ., кол во синонимов: 1 • свое я (2) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 … Словарь синонимов
своєум — іменник чоловічого роду, істота той, хто діє на власний розсуд розм … Орфографічний словник української мови
своё — I местоим. прил.; своего/; ср.; мн.: свои/, свои/х; см. свой II местоим. сущ.; своего/; ср. 1) То, что принадлежит, свойственно или присуще себе. Тратить своё, а не чужое. Хоть плохонькое, а своё. Потребляем только своё (домашнее, не купленное) … Словарь многих выражений
своё — о своём своё, о своём … Словарь употребления буквы Ё
своїти — свою/, свої/ш, недок., перех., діал. Привласнювати … Український тлумачний словник
сво́дный — сводный; сводный брат; сводныйбатальон; сводные данные … Русское словесное ударение
Своё ТВ (телекомпания) — Своё ТВ Телеканал «Своё ТВ» … Википедия
сво́дня — сводня, и; р. мн. сводней и своден … Русское словесное ударение
сво́рить — сворить, сворю, своришь … Русское словесное ударение