Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

своё

  • 41 кошт

    α. παλ.
    διατήρηση, συντήρηση•

    жить на своём -е συντηρούμαι μόνος μου.

    || χρηματικά μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > кошт

  • 42 кулик

    -ύ. α. κολυρίονας, μπεκατσόν, σκολοπακίδα.
    εκφρ.
    всяк кулик своё болото хвалит – αν όεν παινέσεις το σπίτι σου, θαπέσει να σε πλακώσει.

    Большой русско-греческий словарь > кулик

  • 43 ладить

    лажу, ладишь
    ρ.δ.
    1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•

    ладить со всеми τά χω καλά με όλους•

    один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•

    они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).

    2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•

    дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•

    ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.

    3. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•

    он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.

    1. ταιριάζω•

    беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.

    2. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > ладить

  • 44 лезть

    лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.
    1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•

    лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.

    || κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.
    2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•

    лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.

    3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•

    лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    4. βάζω το χέρι•

    лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.

    5. εισχωρώ, μπαίνω•

    гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.

    6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.
    7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).
    8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•

    лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.

    9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•

    в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.

    10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).
    11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).
    εκφρ.
    лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•
    лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•
    лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•
    лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•
    не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•
    не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > лезть

  • 45 лицо

    -а, πλθ. лица ουδ.
    1. πρόσωπο•

    черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•

    круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•

    угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•

    выражение -а έκφραση του προσώπου.

    2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•

    профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.

    3. άτομο, άνθρωπος•

    соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•

    историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•

    официальное лицо επίσημο πρόσωπο.

    || φυσιογνωμία•

    романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.

    4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•

    гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.

    || πρόσοψη κτιρίου.
    5. (γραμμ.) το πρόσωπο•

    глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.

    εκφρ.
    в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•
    в - – στο πρόσωπο•
    от -а – εξ ονόματος, από μέρους•
    перед -ом – μπροστά, ενώπιον•
    - ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•
    - ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•
    юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•
    - а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•
    повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•
    показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•
    - ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•
    знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•
    смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•
    к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•
    не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•
    не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•
    в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•
    он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•
    главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•
    важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•
    сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лицо

  • 46 маскировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маскированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. μεταμφιέζω, μασκαρεύω.
    2. καμουφλάρω, παραλλάσσω•

    маскировать пушки καμουφλάρω τα πυροβόλα.

    || μτφ. αποκρύπτω, κρύβω, καλύπτω•

    маскировать красивыми фразами καλύπτω με ωραίες φράσεις•

    маскировать своё смущение κρύβω την ταραχή μου.

    1. μεταμφιέζομαι, μασκαρεύομαι.
    2. καμουφλάρομαι, παραλλάσσομαι. || μτφ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > маскировать

  • 47 мнение

    ουδ.
    1. γνώμη•

    общественное мнение η γνώμη της κοινωνίας•

    высказать своё мнение λέγω τη γνώμη μου•

    обмен -ями ανταλλαγή γνωμών•

    благоприятное мнение ευμενής γνώμη•

    борьба -ий πάλη γνωμών•

    разделять мнение συμμερίζομαι τη γνώμη•

    изменять мнение αλλάζω γνώμη•

    быть хорошего -я о ком-л. έχω καλή γνώμη για κάποιον•

    быть худого -я о ком-л. έχω κακή γνώμη (ιδέα) για κάποιον•

    быть о себе слишком высокого -я έχω πολΰ μέγαλη ιδέα για τον εαυτό μου•

    быть одного -я с кем-л. έχω την ίδια γνώμη με κάποιον•

    я того -я, что... έχω την ίδια γνώμη που... • я присоединяюсь к вашему -ю τάσσομαι με τη γνώμη σας.

    2. πόρισμα, απόφαση•

    мнение комиссии το πόρισμα της επιτροπής•

    мнение суда απόφαση δικαστηρίου.

    Большой русско-греческий словарь > мнение

  • 48 намерение

    ουδ.
    σκοπός, διάθεση• πρόθεση• απόφαση•

    угадать чь-н. намерение μαντεύω τη διάθεση κάποιου•

    благие -я αγαθές διαθέσεις•

    от -я до исполнения далеко από την πρόθεση ως την εκτέλεση είναι μακριά•

    его -я не удались οι σκοποί του δεν πέτυχαν•

    упорствовать в своём -и επιμένω στην απόφαση μου.

    εκφρ.
    без (всякого) -я – χωρίς (καμιά) πρόθεση•
    с -ем – σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > намерение

  • 49 настоять

    -ою, -оишь
    ρ.σ.
    επιμένω, εμμένω•

    настоять на выдаче денег επιμένω να δοθούν χρήματα•

    настоять на своём мнении επιμένω στη γνώμη μου•

    настоять на свом επιμένω στο δικό μου.

    -ою, -оишь, προστκ. настой, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настоянный, βρ: настоятьсян, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτιάχνω αφέψημα• εκχυλίζω.
    2. αρωματίζω οινοπνευματώδες ποτό•

    настоять водку !на вишне φτιάχνω ούζο με γεύση βύσσινου.

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > настоять

  • 50 обессмертить

    -рчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обессмерченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αποθανατίζω•

    обессмертить своё имя αποθανατίζω το όνομα μου.

    αποθανατίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обессмертить

  • 51 обнаружить

    -жу, -жишь
    ρ.σ.μ.
    1. αποκαλύπτω, φανερώνω, εμφανίζω, εμφαίνω εκδηλώνω, εξωτερικεύω•

    обнаружить своё желание εκδηλώνω την επιθυμία μου•

    обнаружить тайные замысли врагов αποκαλύπτω τα μυστικά σχέδια των εχθρών•

    обнаружить преступление αποκαλύπτω το έγκλημα.

    2. ανεβρί-σκω•

    обнаружить противника ανεβρίσκω τον αντίπαλο.

    3. διαπιστώνω.
    1. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εμφανίζομαι, βγαίνω στα φόρα• εκδηλώνομαι, εξωτερικεύομαι.
    2. (αν ε) βρίσκομαι•

    потрянные письма -лись οι χαμένες επιστολές βρέθηκαν.

    || γίνομαι φανερός•

    скоро -лось, что... γρήγορα έγινε φανερό ότι...

    Большой русско-греческий словарь > обнаружить

  • 52 оборонять

    ρ.δ.μ. αμύνομαι για κάτι, υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω•

    оборонять своё отечество υπερασπίζω την πατρίδα.

    αμύνομαι•

    оборонять от врага αμύνομαι κατά του εχθρού.

    || προφυλάσσομαι•

    оборонять от ударов προφυλάσσομαι από τα χτυπήματα.

    Большой русско-греческий словарь > оборонять

  • 53 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 54 остаться

    -анусь, -анешься
    ρ.σ.
    1. μένω, παραμένω•

    не уйду, -анусь здесь δε θα φύγω, θα μείνω εδώ•

    теперь мы -лись одни τώρα εμείς μείναμε μονοί, μας.

    || διαμένω, κατοικώ•

    он -анется в деревне αυτός θα μείνει στο χωριό.

    || δεν προβιβάζομαι, δεν προάγομαι•

    он -лся на второй год в классе αυτός δεν προβιβάστηκε.

    2. (απαντά στο 3ο πρόσωπο) διατηρούμαι, παραμένω•

    закон -нется в силе ο νόμος θα παραμείνει σε ισχύ.

    || τηρούμαι, κρατιέμαι•

    дело -лось в тайне η υπόθεση παρέμεινε μυστκή.

    || υπολείπομαι, απομένω•

    -лось знать... απόμεινε να μάθω...•

    за вами -лось десять рублей μείνατε χρέος δέκα ρούβλια.

    3. είμαι, βρίσκομαι, παραμένω.
    4. μένω•

    он -лся сиротой αυτός έμεινε ορφανός•

    она -лась вдоной αυτή έμεινε χήρα•

    он -лся без денег αυτός έμεινε χωρίς χρήματα•

    остаться в выигрыше μένω κερδισμένος•

    остаться должным μένω χρεομένος•

    -в своём мнении μένω με τη γνώμη μου.

    5. χάνω στο χαρτοπαίγνιο.
    6. επαφίεμαι.
    εκφρ.
    остаться за кем – α) παραμένω στην κυριότητα κάποιου, β) μένω χρεώστης•
    остаться ни при чём – και να παραμείνω δε βγαίνει τίποτε•
    остаться ни с чем – μένω με τίποτε (στερούμαι των πάντων)•
    остаться с носом – μένω με την όρεξη (χωρίς να γευθώ τίποτε).

    Большой русско-греческий словарь > остаться

  • 55 осуществить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осуществленный, βρ: -лен, -лени, -лено; ρ.σ.μ. πραγματοποιώ, -τώνω• εκτελώ εκπληρώνω•

    осуществить своё желание πραγματοποιώ την επιθυμία μου.

    πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι•

    -лись все наши планы πραγματοποιήθηκαν όλα осуществить σχέδια μας.

    Большой русско-греческий словарь > осуществить

  • 56 отрицать

    ρ.δ.μ.
    1. αρνούμαι, δεν παραδέχομαι•

    отрицать свою вину αρνούμαι το σφάλμα μου•

    отрицать своё участие в деле αρνούμαι τη συμμετοχή μου στην υπόθεση.

    2. αποποιούμαι, απορρίπτω.
    παλ. αρνούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отрицать

  • 57 перестраховать

    -хую, -хуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестрахованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ασφαλίζω εκ νέου•

    перестраховать своё имущество ξαναβάζω στην ασφάλεια την περιουσία μου.

    2. ασφαλίζω (όλα, πολλά)•

    перестраховать все дома ασφαλίζω όλα τα σπίτια.

    1. ασφαλίζομαι εκ νέου.
    2. επιφυλάσσομαι, προσέχω, πέρνω μέτρα ασφάλειας.

    Большой русско-греческий словарь > перестраховать

  • 58 поберечь

    ρ.σ.μ. φυλάσσω, διαφυλάσσω διατηρώ, συντηρώ προσέχω (από βλάβη) φροντίζω, κοιτάζω, προφυλάσσω•

    -ги деньги φύλαξε τα χρήματα•

    -ги своё здоровье κοίταξε (πρόσεξε) την υγεία σου.

    φυλάγομαι, προφυλάσσομαι, προσέχω.

    Большой русско-греческий словарь > поберечь

  • 59 повинный

    επ., βρ: -винен, -винна, -винно;
    1. ένοχος• φταίχτης• υπαίτιος•

    я ни в чём не -винен δε φταίω σε τίποτε.

    2. παλ. παραδεχόμενος (την ενοχή, το σφάλμα).
    3. παλ. υποχρεωμένος υπόχρεος•

    каждый гражданин -винен защищать своё отечество κάθε πολίτης είναι υποχρεωμένος να υπερασπίζει την πατρίδα του.

    εκφρ.
    принести -ую, прийти с -ой (головой) – έρχομαιμε σκυμμένο το κεφάλι (παραδέχομαι την ενοχή μου» το σφάλμα μου).

    Большой русско-греческий словарь > повинный

  • 60 поэтому

    επίρ.
    γι αυτό να γιατί•
    - я более не верю обещаниям πολλές φορές αυτός δεν κράτησε το λόγο του, γι αυτό πια δεν πιστεύω στις υποσχέσεις του. || (παλ.) συνεπώς, κατά συνέπεια.

    Большой русско-греческий словарь > поэтому

См. также в других словарях:

  • СВО — синдром Вискотта Олдрича мед. Источник: http://www.raaci.ru/clinics.htm СВО среднее время до отказа Источник: http://www.minsvyaz.ru/ new portal/site.shtml?id=2003 СВО «Советское военное обозрение» журна …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • СВО — специальная водоочистка. Поддерживает нормируемые значения основных показателей водного режима реакторной установки. Термины атомной энергетики. Концерн Росэнергоатом, 2010 …   Термины атомной энергетики

  • своё я — сущ., кол во синонимов: 1 • свое я (2) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • своєум — іменник чоловічого роду, істота той, хто діє на власний розсуд розм …   Орфографічний словник української мови

  • своё — I местоим. прил.; своего/; ср.; мн.: свои/, свои/х; см. свой II местоим. сущ.; своего/; ср. 1) То, что принадлежит, свойственно или присуще себе. Тратить своё, а не чужое. Хоть плохонькое, а своё. Потребляем только своё (домашнее, не купленное) …   Словарь многих выражений

  • своё — о своём своё, о своём …   Словарь употребления буквы Ё

  • своїти — свою/, свої/ш, недок., перех., діал. Привласнювати …   Український тлумачний словник

  • сво́дный — сводный; сводный брат; сводныйбатальон; сводные данные …   Русское словесное ударение

  • Своё ТВ (телекомпания) — Своё ТВ Телеканал «Своё ТВ» …   Википедия

  • сво́дня — сводня, и; р. мн. сводней и своден …   Русское словесное ударение

  • сво́рить — сворить, сворю, своришь …   Русское словесное ударение

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»