Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

своё

  • 61 превосходство

    ουδ.
    υπεροχή, ανωτερότητα•

    показать своё превосходство δείχνω την ανωτερότητα μου.

    Большой русско-греческий словарь > превосходство

  • 62 предназначение

    ουδ.
    1. προορισμός•

    исполнить своё предназначение εκπληρώνω τον προορισμό μου.

    2. παλ. το πεπρωμένο, το μοιραίο, της μοίρας το γραφτό.

    Большой русско-греческий словарь > предназначение

  • 63 пропить

    -пыо, -пьшь, παρλθ. χρ. пропил, пропила, пропило, προστκ. пропей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пропитый, βρ: -пит, -а, -о κ. пропитый, βρ: -пит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δαπανώ, ξοδεύω, χαλνώ, σπαταλώ στο πιοτί πίνω•

    он -ил своё платье αυτός έπιε και τα ρούχα του ακόμα.

    2. βλάπτω από το πιοτί•

    пропить голос χαλνώ τη φωνή από το πιοτί•

    пропить талант καταστρέφω το ταλέντο με το πιοτί.

    3. πίνω οινοπνευματώδη ποτά (για ένα χρον. διάστημα)•

    пропить всю ночь πίνω όλη τη νύχτα.

    4. παλ. πίνω για τα αρραβωνίσια ή στην υγεία της αρραβωνιασμένης.
    ξοδεύω κλπ. ρ. ενεργ. φωνής.

    Большой русско-греческий словарь > пропить

  • 64 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 65 распростереть

    (σπάνια)•

    -стру, -стрёшь, παρλθ. χρ. распростёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распростёртый, βρ: -тёрт, -а, -о επιρ. μτχ. распростерев κ. распростерши

    ρ.σ.μ.
    (γραπ. λόγος) ανοίγω διάπλατα• απλώνω•

    распростереть руки ανοίγω διάπλατα τα χέρια•

    распростереть крылья απλώνω τις φτερούγες•

    распростереть объятия ανοίγω διάπλατα την αγκαλιά.

    || (επ)εκτείνω, ξαπλώνω•

    распростереть своё влияние επεκτείνω την επίδραση (επιρροή) μου.

    1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω με ανοιχτά τα χέρια• εκτείνομαι, ξαπλώνομαι.
    2. επεκτείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > распростереть

  • 66 распространить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распространённый, βρ: -нён, -нена, -но ρ.σ.μ.
    1. επεκτείνω, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    свой владения επεκτείνω τις κτήσεις μου• -распространить своё влияние επεκτείνω την επιρροή ή επίδραση•

    распространить власть επεκτείνω την εξουσία•

    действие закона επεκτείνω την ισχύ του νόμου.

    2. διαδίδω• διασπείρω•

    распространить опыт новаторов производства διαδίδω την πείρα των καινοτόμων της παραγωγής•

    распространить слух διαδίδω φήμη•

    распространить известие διαδίδω είδηση•

    распространить новость διαδί-δβ το νέο.

    3. διαχέω, γεμίζω•

    букет сразу -ил в комнате аромат η ανθοδέσμη αμέσως γέμισε το δωμάτιο με ευωδιά.

    4. επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω πιο εκτεταμένο, λεπτομερές.
    5. κυκλοφορώ, διανέμω, μοιράζω•

    распространить прокламацию μοιράζω διακήρυξη•

    распространить книгу в деревне διαδίδω το βιβλίο στο χωριό.

    1. επεκτείνομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    распространить владения επεκτείνω τις κτήσεις•

    распространить сад επεκτείνω το δεντρόκηπο.

    2. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• διασπείρομαι•

    болезнь -лась быстро η ασθένειαδιαδόθηκε γρήγορα•

    учение -лось по всему миру η διδασκαλία διαδόθηκε σ όλον τον κόσμο•

    слухи -лись по городу φήμες κυκλοφόρησαν στην πόλη.

    || διαχέομαι•

    приятный запах -лся по всей квартире η ευχάριση μυρουδιά διαδόθηκε σ όλο το διαμέρισμα.

    3. μακρηγορώ, μακρολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > распространить

  • 67 реализовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. реализованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.
    κ. σ.μ.
    1. πραγματοποιώ•

    реализовать своё желание πραγματοποιώ τον πόθο μου.

    2. πουλώ• μετατρέπω σε χρήμα•

    реализовать товары на рынке πουλώ σε χρήμα το εμπόρευμα στην αγορά.

    1. πραγματοποιούμαι.
    2. πουλιέμαι, μετατρέπομαι σε χρήμα.

    Большой русско-греческий словарь > реализовать

  • 68 род

    -а, προθτ. о роде, в роде, в роду, на роду, πλθ. роды а.
    1. γένος• φυλή•

    член -а μέλος του γένους•

    патриархальный род πατριαρχικό γένος•

    старейшина -а αρχηγός του γένους, της φυλής.

    2. γενεαλογική προέλευση, γενολόγι, σόι•

    знатный род επιφανές γένος ή μεγάλο σόι.

    || γενεά, γενιά•

    из -а в род από γενεά σε γενεά.

    || ως επίρ. -ом την καταγωγή, το γένος, την προέλευση.
    3. (στην ταξινόμηση ζώων, φυτών)• γένος. || είδος• τύπος•

    всякого -а λογής-λογής, παντοειδής.

    4. λογοτεχνικό γένος• ύφος, στυλ.
    5. τρόπος, μορφή, χαρακτήρας•

    избрать новый род деятельности εκλέγω νέα μορφή δράσης,

    6. (γραμμ.)το γένος•

    мужской, женский, средний род αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο γένος.

    εκφρ.
    род людской (человеческий) – το ανθρώπινο γένος•
    женский род – το γυναικείο φύλλο (οι γυναίκες)•
    мужской род – το αντρικό φύλλο (οι άντρες)•
    род оружия (войск) – είδος όπλου (πεζικού, πυροβολικού κ.τ.τ,)• в некотором -е ως ένα βαθμό•
    в своём -е – στο είδος του•
    в этом (таком) -е – περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω• έτσι•
    от -у – από τη γέννηση, από τότε που γεννήθηκα•
    своего -а – ως ένα βαθμό ή σημείο•
    такого -а – τέτοιου είδους•
    без -у и племени ή без -у, без племени – αγνώστου καταγωγής ή προέλευσης•
    ни -у ни племени – ολομόναχος, παντέρημος, έρημος και μόνος• σαν την καλαμιά στον κάμπο.

    Большой русско-греческий словарь > род

  • 69 ронять

    -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. χάνω, μου πέφτει χωρίς να αντιληφθώ•

    нести, не -яй πήγαινε το, πρόσεχε μη σου πέσει και το χάσεις.

    || ρίχνω κάτω από απροσεξία.
    2. χαμηλώνω, κατεβάζω, γέρνω•

    ронять голову на подушко γέρνω το κεφάλι στο προσκέφαλο.

    3. μαδιέμαι, φυλλορροώ.
    4. προφέρω, μιλώ τραχιά.
    5. Ρίχνω, μειώνω•

    ронять своё достоинство ρίχνω την αξιοπρέπεια μου.

    εκφρ.
    ронять слёзы – χύνω δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > ронять

  • 70 скачок

    -чка α.
    1. άλμα, πήδημα•

    одним -ом достиг он своё место με ένα πήδημα αυτός βρέθηκε στη θέση του.

    2. απότομη αλλαγή• μετάπτωση
    3. (φιλοσ.) πέρασμα, μεταπήδηση (από μια κατάσταση στην άλλη), άλμα.

    Большой русско-греческий словарь > скачок

  • 71 скрыть

    скрою, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρύβω• καλύπτω, σκεπάζω•

    тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο•

    скрыть своё волнение κρύβω την ταραχή μου•

    скрыть свою радость κρύβω τη χαρά μου.

    2. κρατώ μυστικό (από κάποιον).
    3. εμπεριέχω• ενυπάρχω.
    κρύβομαι, σκεπάζομαι, καλύπτομαι•

    скрыть в кустах κρύβομαι στους θάμνους•

    преступник смог скрыть ο εγκληματίας μπόρεσε και κρύφτηκε.

    || εξαφανίζομαι, δραπετεύω•

    Наполеон -лся с острова Эльбы о Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Ελβα.

    || μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > скрыть

  • 72 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 73 смести

    ρ.σ.μ.
    1. σκουπίζω• σαρώνω• παίρνω• καθαρίζω•

    смести пыль ξεσκονίζω•

    смести крошки со стола καθαρίζω το τραπέζι από τα ψίχουλα•

    -сор σαρώνω, μαζεύω τα σκουπίδια.

    2. μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω•

    смести с лица земли εξαφανίζω από το πρόσωπο της γης•

    смести всё на своём пути σαρώνω το παν στο πέρασμα μου.

    3. συσσωρεύω, σωριάζω.

    Большой русско-греческий словарь > смести

  • 74 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 75 сожаление

    ουδ.
    1. λύπη, θλίψη-- о прошедшем θλίψη για το παρελθόν: горькие -я πικρές θλίψεις.
    2. συμπόνοια, λύπηση• ευσπλαχνία• ψυχοπόνια• οίκτος•

    возбудить сожаление κινώ (προξενώ) τον οίκτο•

    ощущать сожаление αισθάνομαι οίκτο, συμπονώ•

    без -я χωρίς οίκτο, αλύπητα•

    достойный -я (είναι) αξιολύπητος•

    выражать своё сожаление εκφράζω τη λύπη μου.

    εκφρ.
    к -ю – δυστυχώς•
    к моему -ю – προς μεγάλη μου λύπη.

    Большой русско-греческий словарь > сожаление

  • 76 сознавать

    -знаю, -знаешь, προστκ. сознавай.
    επιρ. μτχ. сознавая
    ρ.δ.μ.
    1. καταλαβαίνω, κατανοώ• αναγνωρίζω, παραδέχομαι•

    свою вину παραδέχομαι το σφάλμα μου ή την ενοχή μου•

    сознавать опасность έχω επίγνωση του κινδύνου.

    2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω•

    больной ничего не -знаёт ο άρρωστος τίποτε δεν καταλαβαίνει.

    εκφρ.
    сознавать себяπαλ. αισθάνομαι.
    αναγνωρίζω, παραδέχομαι•

    сознавать в своей вине παραδέχομαι το σφάλμα μου ή την ενοχή μου•

    сознавать в своём бессилии παραδέχομαι την αδυναμία μου.

    Большой русско-греческий словарь > сознавать

  • 77 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 78 счастье

    ουδ.
    1. ευτυχία, ευδαιμονία• καλοτυχιά•

    семейное счастье οικογενειακή ευτυχία•

    желаю вам счастье σας εύχομαι, ευτυχία.

    2. τύχη•

    слепое счастье τυφλή τύχη•

    дуракам счастье τους κουτούς ευνοεί η τύχη•

    ему счастье в игре είναι τυχερός στο παιγνίδι•

    на моё счастье για καλή μου τύχη•, что не случилось ευτυχώς, που δε συνέβηκε αυτό•

    жаловаться на своё счастье παραπονούμαι για την τύχη μου•

    военное счастье τυχερή έκβαση της μάχης• αίσια έκβαση της μάχης.•

    εκφρ.
    к -ью, на счастье, по -ью – (παρνθ. λ.) ευτυχώς, κατά καλή τύχη•
    на счастье – για το καλό, για ευτυχία•
    иметь счастье – έχω την ευτυχία (τύπος αβρότητας).

    Большой русско-греческий словарь > счастье

  • 79 такой

    αντων.
    1. τέτοιος•

    такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•

    я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που

    αλλάζω τη γνώμη μου•

    до такой степени σε τέτοιο βαθμό•

    нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•

    точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•

    -ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•

    в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.

    2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•

    кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•

    кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.

    || σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.
    3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•

    мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.

    εκφρ.
    - им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•
    в -ом случаеκ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•
    и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•
    что -ое – τι είναι ή τι θα πει•
    что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•
    что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•
    что же (ж) -оеκ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ).

    Большой русско-греческий словарь > такой

  • 80 тешить

    -шу, -шишь
    ρ.δ.μ.
    1. διασκεδάζω, τέρπω, ψυχαγωγώ. || ικανοποιώ•

    тешить своё самолюбие ικανοποιώ τον εγωισμό μου ή το φιλότιμο μου.

    2. παρηγορώ, βαυκαλίζω•

    тешить себя на-дждами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με ελπίδες.

    1. διασκεδάζω, τέρπομαι, ψυχαγωγούμαι. || ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαι• αρέσκομαι.
    2. γελώ με κακία• περιγελώ, κοροϊδεύω, χλευάζω.
    3. παρηγορούμαι, βαυκαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > тешить

См. также в других словарях:

  • СВО — синдром Вискотта Олдрича мед. Источник: http://www.raaci.ru/clinics.htm СВО среднее время до отказа Источник: http://www.minsvyaz.ru/ new portal/site.shtml?id=2003 СВО «Советское военное обозрение» журна …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • СВО — специальная водоочистка. Поддерживает нормируемые значения основных показателей водного режима реакторной установки. Термины атомной энергетики. Концерн Росэнергоатом, 2010 …   Термины атомной энергетики

  • своё я — сущ., кол во синонимов: 1 • свое я (2) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • своєум — іменник чоловічого роду, істота той, хто діє на власний розсуд розм …   Орфографічний словник української мови

  • своё — I местоим. прил.; своего/; ср.; мн.: свои/, свои/х; см. свой II местоим. сущ.; своего/; ср. 1) То, что принадлежит, свойственно или присуще себе. Тратить своё, а не чужое. Хоть плохонькое, а своё. Потребляем только своё (домашнее, не купленное) …   Словарь многих выражений

  • своё — о своём своё, о своём …   Словарь употребления буквы Ё

  • своїти — свою/, свої/ш, недок., перех., діал. Привласнювати …   Український тлумачний словник

  • сво́дный — сводный; сводный брат; сводныйбатальон; сводные данные …   Русское словесное ударение

  • Своё ТВ (телекомпания) — Своё ТВ Телеканал «Своё ТВ» …   Википедия

  • сво́дня — сводня, и; р. мн. сводней и своден …   Русское словесное ударение

  • сво́рить — сворить, сворю, своришь …   Русское словесное ударение

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»