-
1 κακόθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόθροος
См. также в других словарях:
ιερόθρους — ἱερόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που προέρχεται από ιερό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θρους (< θρους), πρβλ. ηδύ θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
ισόθρους — ἰσόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + θρους (< θροῡς), πρβλ. ηδύ θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
οιωνόθρους — οἰωνόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κραυγή τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + θρους (< θροῡς), πρβλ. ιερό θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
πάνθρους — ουν, και οος, οον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που τά λέει όλα με πολλή τόλμη («πανθρ(ό)ῳ δήμῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θρους (< θροῦς «θόρυβος, κραυγή»), πρβλ. κακό θρους] … Dictionary of Greek
ομόθρους — ὁμόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ηχεί μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θροῦς «θόρυβος» (πρβλ. κακό θρους)] … Dictionary of Greek
χαλκόθροος — ον, και συνηρ. τ. χαλκόθρους, ουν, ΜΑ χαλκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + θροος / θρους (< θρόος / θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. κακό θροος / θρους, οἰωνό θροος] … Dictionary of Greek
τηλύθροος — και τηλέθροος, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀξύφωνος, μεγαλόφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε τηλέθροος (< τηλ[ε] * + θροος [< θροῦς «θόρυβος»]), πρβλ. κακό θροος] … Dictionary of Greek