-
1 шелест
шелестм τό θρόισμα, ἡ θροή, ὁ θροῦς. -
2 шорох
шорохм τό θρόϊσμα, ὁ θρούς. -
3 шорох
[σόραχ] συσ. α θρους -
4 шорох
[σόραχ] ουσ α θρους -
5 Clamour
v. intrans.P. and V. βοᾶν, ἀναβοᾶν, κεκραγέναι (perf. of κράζειν) (also Ar., rare P.), Ar. and P. θορυβεῖν. V. θροεῖν; see Shout.Clamour against: P. καταβοᾶν (gen.).Clamour for: see Demand.——————subs.P. and V. θόρυβος, ὁ, P. θροῦς, ὁ.Clamour against a thing: P. καταβοή, ἡ.Ye have inspired base cowardice by your clamour: V. διερροθήσατʼ ἄψυχον κάκην (Æsch., Theb. 192).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clamour
-
6 Complaint
subs.Accusation: P. and V. αἰτία, ἡ, αἰτίαμα, τό, ἔγκλημα, τό, V. ἐπίκλημα, τό.Blame: P. and V. μέμψις, ἡ, ψόγος, ὁ.Disease: P. and V. νόσος, ἡ, νόσημα, τό, P. ἀσθένεια, ἡ.Expression of annoyance: P. σχετλιασμός, ὁ, θροῦς, ὁ.Lamentation: P. and V. ὀδυρμός, ὁ, οἶκτος. ὁ, οἰμωγή, ἡ (Thuc. but rare P.), στόνος, ὁ (Thuc. but rare P.), Ar. and P. ὀλοφυρμός, ὁ, P. ὀλόφυρσις. ἡ, V. οἰκτίσματα, τά, οἴμωγμα, τό, Ar. and V. στέναγμα, τό; see Lamentation.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Complaint
-
7 Grumbling
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grumbling
-
8 Hubbub
subs.Outcry: P. and V. βοή, ἡ, κραυγή, ἡ, P. καταβοή, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hubbub
-
9 Murmur
subs.P. and V. ψόφος, ὁ.Complaint: P. σχετλιασμός, ὁ.Clamour: P. καταβοή, ἡ, θροῦς, ὁ, P. and V. θόρυβος, ὁ.The confused murmur of Persian speech: V. Περσίδος γλώσσης ῥόθος (Æsch., Pers. 406).——————v. intrans.Complain: Ar. and P. σχετλιάζειν, γρύζειν.Murmur of a crowd: Ar. and P. θορυβεῖν, V. ἐπιρροθεῖν.I never ceased to murmur the words I would fain have spoken to your face: V. οὔποτʼ ἐξελίμπανον θρυλοῦσʼ ἅ γʼ εἰπεῖν ἤθελον κατʼ ὄμμα σόν (Eur., El. 909).Murmur against ( a person): V. ῥοθεῖν (dat.), ἐπιρροθεῖν (acc.).Murmur at, be annoyed at: P. and V. ἄχθεσθαι (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), V. πικρῶς φέρειν (acc.).All the Argives murmured in assent thereto: V. πάντες δʼ ἐπερρόθησαν Ἀργεῖοι τάδε (Eur., Phoen. 1238).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Murmur
-
10 Noise
subs.Noice of animals: P. and V. φθέγμα, τό (Plat.), φθόγγος, ὁ (Plat.), V. βοή, ἡ, φθογγή, ἡ.Inarticulate sound: P. and V. ψόφος, ὁ, ἠχή, ἡ (Plat. but rare P.), κτύπος, ὁ (Plat. and Thuc. but rare P.) (also Ar.), V. βρόμος, ὁ, δοῦπος, ὁ (also Xen. but rare P.), ἀραγμός, ὁ, ἀράγματα, ὁ, Ar. and V. πάταγος, ὁ.Make a noise, v.: P. and V. ψοφεῖν (absol.), P. ψόφον ποιεῖν (Thuc. 3, 22); see also Cry, Shout, Resound.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Noise
-
11 Racket
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Racket
-
12 Uproar
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Uproar
См. также в других словарях:
θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ … Dictionary of Greek
θροῦς — θρόος noise masc acc pl (attic) θρόος noise masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύθρους — ἡδύθρους, ουν και οος, οον δωρ. τ. ἁδύθρους, ουν και οος, οον, (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό θρους, δημό θρους, μιξό θρους] … Dictionary of Greek
ιερόθρους — ἱερόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που προέρχεται από ιερό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θρους (< θρους), πρβλ. ηδύ θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
ισόθρους — ἰσόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + θρους (< θροῡς), πρβλ. ηδύ θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
κακόθρους — κακόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ θρους, πολύ θρους] … Dictionary of Greek
οιωνόθρους — οἰωνόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κραυγή τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + θρους (< θροῡς), πρβλ. ιερό θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
λιγύθρους — λιγύθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + θροος, θρους (< θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. ηδύ θρους] … Dictionary of Greek
μεγαλόθρους — μεγαλόθρους, ουν (Α) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θρόος (αττ. τ. θροῦς < θρέομαι), πρβλ. αλλό θρους, οιωνό θρους] … Dictionary of Greek
πάνθρους — ουν, και οος, οον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που τά λέει όλα με πολλή τόλμη («πανθρ(ό)ῳ δήμῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θρους (< θροῦς «θόρυβος, κραυγή»), πρβλ. κακό θρους] … Dictionary of Greek
πρωτόθρους — ουν, και πρωτόθροος, οον, Μ αυτός που μίλησε για κάτι πρώτος, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θροος / θρους (< θροῦς < θρέομαι «κραυγάζω, βγάζω φωνή»), πρβλ. πολύ θρους] … Dictionary of Greek