-
1 δημό-θροος
δημό-θροος, zsgzg. -ϑρους, ουν, eigtl. vom Volk geschrieen, d. i. volkskundig, allbekannt, φήμη, ἀραί, Aesch. Ag. 912. 1383; aber ἀναρχία 857 ist eine Herrenlosigkeit, wo das ganze Volk durch einander schrei't.
-
2 δημόθροος
A uttered by the people, φήμη, ἀρὰ δ., A.Ag. 938, 1409; δ. ἀναρχία lawlessness of popular clamour, ib. 883.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημόθροος
См. также в других словарях:
ηδύθρους — ἡδύθρους, ουν και οος, οον δωρ. τ. ἁδύθρους, ουν και οος, οον, (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό θρους, δημό θρους, μιξό θρους] … Dictionary of Greek