-
1 θηλυκρατης
-
2 θηλυκρατής
θηλυκρατήςswaying women: masc /fem nom sg -
3 θηλυκρατής
θηλυ-κρᾰτής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηλυκρατής
-
4 θηλυκρατής
θηλυ-κρατής, ἔρως, die Weiber beherrschend -
5 ἔρως
ἔρως, ωτος, ὁ, acc. auch ἔρων, Alex. Aetol. 12 Plat. ep. 30 (IX, 39), (vgl. ἔρος), die Liebe, bei Hom. stets von der Geschlechtsliebe; in der Il. ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε, Liebe umhüllte, umfing die Sinne, 3, 442. 14, 294; in der Od. ἔρω δ' ἄρα ϑυμὸν ἔϑελχϑεν, 18, 212, wird richtiger mit Bekker ἔρῳ geschrieben u. auf ἔρος zurückgeführt; auch in der Il. ist die letzte Sylbe durch Position lang u. dah. wahrscheinlich ἔρος zu schreiben; τινός, zu Einem, Pind; ἣ Διὸς ϑάλπει κέαρ ἔρωτι Aesch. Prom. 593; ϑηλυκρατής Ch. 592; τοῦ τῆςδ' ἔρωτος ἥσσων ἔφυ Soph. Tr. 489; ἐρῶσ' ἔρων ἔκδημον Eur. Hipp. 32; Ar. u. A.; γυναικός, Xen.; εἰς ἔρωτά τινος ἐλϑεῖν, sich in Jem. verliebt haben, Arr. An. 4, 19, 9; ἔρωτες, Liebeshändel, ἐκδοὺς ἑαυτὸν ἔρωσιν ἀλογίστοις Ath. XII, 511 b; νυκτερινοί ib. 542 d; Luc. –. Uebh. Liebe, Neigung, Verlangen, Trachten wonach, τοῦ ὅλου τῇ ἐπιϑυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα Plat. Conv. 192 e, vgl. Phaedr. 237 d; neben φιλία καὶ ἐπι-ϑυμία Lys. 221 e; καὶ ἐπιϑυμίας Rep. IX, 578 a; Ggstz φόβος Legg. VIII, 837 a; πατρῴας τῆςδε γῆς Aesch. Ag. 526; εὐκλείας Eum. 827; τῶν σ' ἔρως ἔχει τυχεῖν Suppl. 516; παίδων Eur. Ion 67; ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσϑαι, indem er darnach strebte, Her. 5, 32; ἔρως αὐτὸν ἔσχε τῶν σκηνημάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι Thuc. 6, 24; δεινῶς διάκεινται ἔρωτι τοῦ ὀνομαστοὶ γενέσϑαι, aus dem Streben berühmt zu werden, Plat. Conv. 208 c; περί τι, Legg. VI, 782 e u. Folgde; ὁ πρὸς τοὺς λόγους ἔρως Luc. Nigr.; – der Gegenstand der Liebe, Luc. Tim. 14.
-
6 ἔρως
Aἔρωτα Alex.Aet.3.12
, AP9.39 ([place name] Musicius): in [dialect] Ep. and Lyr. usu. [full] ἔρος (q. v.): (ἕραμαι, ἐράω A):—love, mostly of the sexual passion,θηλυκρατὴς ἔ. A.Ch. 600
(lyr.) ;ἐρῶσ' ἔρωτ' ἔκδημον E.Hipp.32
; ἔ. τινός love for one, S.Tr. 433 ; : generally, love of a thing, desire for i it,πατρῴας γῆς A.Ag. 540
;δεινὸς εὐκλείας ἔ. Id.Eu. 865
, etc. ;ἔχειν ἔμφυτον ἔρωτα περί τι Pl.Lg. 782e
;πρὸς τοὺς λόγους Luc.Nigr.Praef.
; ; ἔ. ἔχει με c. inf., A.Supp. 521 ; ; ; ἔ. ἐμπίπτει μοι c. inf., A.Ag. 341, cf. Th.6.24 ; εἰς ἔρωτά τινος ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Antiph.212.3,Anaxil.21.5 : pl., loves, amours,ἀλλοτρίων Pi.N.3.30
;οὐχ ὅσιοι ἔ. E.Hipp. 765
(lyr.) ;ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως Ar.Av. 1316
(lyr.), etc. ; of dolphins,πρὸς παῖδας Arist.HA 631a10
: generally, desires, S.Ant. 617 (lyr.).II pr. n., the god of love, Anacr.65, Parm.13, E.Hipp. 525 (lyr.), etc. ;Έ. ἀνίκατε μάχαν S.Ant. 781
(lyr.): in pl., Simon.184.3, etc.III at Nicaea, a funeral wreath, EM379.54.IV name of the κλῆρος Ἀφροδίτης, Cat.Cod.Astr.1.168 ; = third κλῆρος, Paul.Al.K.3 ; one of the τόποι, Vett.Val.69.16.
См. также в других словарях:
θηλυκρατής — θηλυκρατής, ές (Α) αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κρατής (< κράτος), πρβλ. α κρατής, εγ κρατής] … Dictionary of Greek
θηλυκρατής — swaying women masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
παρανικώ — άω, Α κατανικώ, υποδουλώνω, υποτάσσω («θηλυκρατὴς ἀπέρωτος ἔρως παρανικᾷ κνωδάλων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek