-
1 νυκτερινοί
νυκτερινόςby night: masc nom /voc pl -
2 ἔρως
ἔρως, ωτος, ὁ, acc. auch ἔρων, Alex. Aetol. 12 Plat. ep. 30 (IX, 39), (vgl. ἔρος), die Liebe, bei Hom. stets von der Geschlechtsliebe; in der Il. ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε, Liebe umhüllte, umfing die Sinne, 3, 442. 14, 294; in der Od. ἔρω δ' ἄρα ϑυμὸν ἔϑελχϑεν, 18, 212, wird richtiger mit Bekker ἔρῳ geschrieben u. auf ἔρος zurückgeführt; auch in der Il. ist die letzte Sylbe durch Position lang u. dah. wahrscheinlich ἔρος zu schreiben; τινός, zu Einem, Pind; ἣ Διὸς ϑάλπει κέαρ ἔρωτι Aesch. Prom. 593; ϑηλυκρατής Ch. 592; τοῦ τῆςδ' ἔρωτος ἥσσων ἔφυ Soph. Tr. 489; ἐρῶσ' ἔρων ἔκδημον Eur. Hipp. 32; Ar. u. A.; γυναικός, Xen.; εἰς ἔρωτά τινος ἐλϑεῖν, sich in Jem. verliebt haben, Arr. An. 4, 19, 9; ἔρωτες, Liebeshändel, ἐκδοὺς ἑαυτὸν ἔρωσιν ἀλογίστοις Ath. XII, 511 b; νυκτερινοί ib. 542 d; Luc. –. Uebh. Liebe, Neigung, Verlangen, Trachten wonach, τοῦ ὅλου τῇ ἐπιϑυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα Plat. Conv. 192 e, vgl. Phaedr. 237 d; neben φιλία καὶ ἐπι-ϑυμία Lys. 221 e; καὶ ἐπιϑυμίας Rep. IX, 578 a; Ggstz φόβος Legg. VIII, 837 a; πατρῴας τῆςδε γῆς Aesch. Ag. 526; εὐκλείας Eum. 827; τῶν σ' ἔρως ἔχει τυχεῖν Suppl. 516; παίδων Eur. Ion 67; ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσϑαι, indem er darnach strebte, Her. 5, 32; ἔρως αὐτὸν ἔσχε τῶν σκηνημάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι Thuc. 6, 24; δεινῶς διάκεινται ἔρωτι τοῦ ὀνομαστοὶ γενέσϑαι, aus dem Streben berühmt zu werden, Plat. Conv. 208 c; περί τι, Legg. VI, 782 e u. Folgde; ὁ πρὸς τοὺς λόγους ἔρως Luc. Nigr.; – der Gegenstand der Liebe, Luc. Tim. 14.
-
3 θορυβος
ὅ тж. pl.1) шум, гам, крик(μέγας Pind.; πολὺς καὴ ἐκπληκτικός Thuc.; νυκτερινοί Arst.)
θ. βοῆς Soph. — нестройный шум2) шумное одобрение, громкая похвалаπολλὸς θ. καὴ ἔπαινος τῶν ἀκουόντων Plat. — весьма шумная похвала слушателей
3) шум неудовольствия, ропотμεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ΄ ἡμᾶς ἐπὴ δυσκλείᾳ Soph. — громкий шум порицания, порочащий (тебя, Эанта), дошел до нас;εἰς θόρυβον ἐγὼ ἤλυθον σῶμα λευσθῆναι πέτροισι Eur. — я наткнулся на (т.е. навлек на себя) ярость толпы (и мне угрожало) быть побитым камнями4) беспорядок, смятение, замешательство, переполох(ἐγένετο ὅ θ. μέγας Thuc.)
См. также в других словарях:
νυκτερινοί — νυκτερινός by night masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστεομυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης εξεργασία, η οποία προσβάλλει όλους τους ιστούς που συγκροτούν το οστό, δηλαδή το κυρίως οστό και τον μυελό. Κύριο αίτιο είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, αλλά ο. μπορεί να προκληθεί και από άλλα μικρόβια, όπως ο στρεπτόκοκκος … Dictionary of Greek
προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… … Dictionary of Greek