Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ϑεοῠ

См. также в других словарях:

  • θεοῦ — θεάομαι gaze at pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) θεάομαι gaze at imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) θεάω gaze at pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) θεάω gaze at imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) θεός God masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλεία του Θεού — Das Reich Gottes (hebr. מלכות malchut, griech. Βασιλεία του Θεού basileia tou theou) ist ein Begriff aus dem Tanach, der hebräischen Bibel. Er bezeichnet als Königtum einen Wesenszug, als Königreich einen räumlich vorgestellten Herrschaftsbereich …   Deutsch Wikipedia

  • Βοὴ λαοῦ, βοὴ Θεοῦ. — βοὴ λαοῦ, βοὴ Θεοῦ. См. Глас народа, глас Божий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. — τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. См. Что Бог послал, то и наше …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αμνός του Θεού — Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του.… …   Dictionary of Greek

  • божии — (божии5000) пр. к богъ. При конкр. с.: самъ себе чьте||ть видѩ плъть свою жилиште б҃жиѥ соуште. (ϑεοῦ) Изб 1076, 120 120 об.; законъ бо рече древьнии. иже пьрстъмь б҃жиѥмь напинъ [вм. написанъ] бы(с) ˫аснѣ. (Θεοῦ) ЖФСт XII, 104; ѥще б҃жию роукѫ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»