Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατευγμάτων

См. также в других словарях:

  • κατευγμάτων — κάτευγμα vows neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτευγμα — κάτευγμα, τὸ (Α) [κατεύχομαι] (μόνο στον πληθ.) τὰ κατεύγματα α) οι ευχές, τα ταξίματα («καὶ πρὸς τὶ δῆτα τυγχάνω κατευγμάτων;», Αισχύλ.) β) οι αρές, οι κατάρες γ) αναθήματα, αφιερώματα, σύμβολα ικεσίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»