Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συντρέχω

  • 1 помочь

    помочь βοηθώ, συντρέχω* ωφελώ· κάνω καλό (о лекарстве)
    * * *
    βοηθώ, συντρέχω; ωφελώ; κάνω καλό ( о лекарстве)

    Русско-греческий словарь > помочь

  • 2 содействие

    содействие с η συμπαράσταση; η βοήθεια (помощь)' оказать \содействие συντρέχω; при \содействиеи... με τη βοήθεια...
    * * *
    с
    η συμπαράσταση; η βοήθεια ( помощь)

    оказа́ть соде́йствие — συντρέχω

    при соде́йствии... — με τη βοήθεια...

    Русско-греческий словарь > содействие

  • 3 выручать

    выручать
    несов, выручить сов
    1. γλυτώνω, σώζω/ βοηθάω, συντρέχω (помогать):
    \выручать из беды γλυτώνω κάποιον ἀπό τό κακό·
    2. (деньги) κερδίζω, είσπράττω, βγάζω.

    Русско-новогреческий словарь > выручать

  • 4 содействовать

    содейств||овать
    сов и несов βοηθώ, συμβάλλω, συντρέχω:
    \содействоватьовать успеху συμβάλλω στήν ἐπιτυχία.

    Русско-новогреческий словарь > содействовать

  • 5 поддержать

    ρ.σ.μ.
    1. υποβαστάζω, υποστηρίζω.
    2. υποβοηθώ, παρέχω βοήθεια, συντρέχω, επικουρώ, συμπαραστέκομαι. || ενισχύω•

    поддержать наступление артиллерийским огнм υποστηρίζω την επίθεση με πυρά πυροβολικού.

    || διατηρώ, κρατώ (στη ζωή)•

    травы и фрукты -ли парти-занов τα χόρτα και τα φρούτα συντηρούσαν τους αντάρτες.

    || εμψυχώνω, δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω.
    3. είμαι με το,μέρος κάποιου•

    предложение υποστηρίζω την πρόταση•

    поддержать кандидатуру υποστηρίζω την υποψηφιότητα•

    поддержать мн-ние υποστηρίζω τη γνώμη.

    4. διατηρώ, έχω•

    переписку έχω αλληλογραφία•

    поддержать знакомство έχω γνωριμία•

    поддержать разговор έχω κουβέντα•

    поддержать огонь κρατώ άσβηστη τη φωτιά•

    поддержать здоровье προσέχω την υγεία.

    || τηρώ, κρατώ•

    поддержать порядок τηρώ την τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > поддержать

См. также в других словарях:

  • συντρέχω — run together so as to meet pres subj act 1st sg συντρέχω run together so as to meet pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρέχω — συντρέχω, συνέτρεξα και συνέδραμα βλ. πίν. 215 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συντρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] 1. συντελώ, συνεργώ 2. παρέχω βοήθεια, συνδρομή, έρχομαι αρωγός (α. «πρέπει να τόν συντρέξεις σε αυτές τις δύσκολες ώρες» β. «πολλή στ ἀνάγκη τῇδε τοῡτο συντρέχειν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «δεν συντρέχει λόγος» δεν υπάρχει λόγος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • συντρέχω — συνέτρεξα και συνέδραμα 1. βοηθώ, υποστηρίζω: Τον συνέτρεξε στις δύσκολες στιγμές. 2. φρ., «Συντρέχουν λόγοι», υπάρχουν λόγοι. 3. συναντιέμαι σε κοινό σημείο, συμφωνώ, συμπίπτω: Τα ύψη του τριγώνου συντρέχουν σε ένα σημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντρέχετον — συντρέχω run together so as to meet pres imperat act 2nd dual συντρέχω run together so as to meet pres ind act 3rd dual συντρέχω run together so as to meet pres ind act 2nd dual συντρέχω run together so as to meet imperf ind act 2nd dual (homeric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρέχετε — συντρέχω run together so as to meet pres imperat act 2nd pl συντρέχω run together so as to meet pres ind act 2nd pl συντρέχω run together so as to meet imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρέχῃ — συντρέχω run together so as to meet pres subj mp 2nd sg συντρέχω run together so as to meet pres ind mp 2nd sg συντρέχω run together so as to meet pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυντρέχει — συντρέχω run together so as to meet pres ind mp 2nd sg συντρέχω run together so as to meet pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνέδραμον — συντρέχω run together so as to meet aor ind act 3rd pl συντρέχω run together so as to meet aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεδραμηκότα — συντρέχω run together so as to meet perf part act neut nom/voc/acc pl συντρέχω run together so as to meet perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεδράμηκε — συντρέχω run together so as to meet perf imperat act 2nd sg συντρέχω run together so as to meet perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»