Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βοηθώ

  • 1 ассистировать

    βοηθώ, επικουρώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ассистировать

  • 2 помочь

    βοηθώ, επικουρώ, συνδράμω, (поддержать) στηρίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помочь

  • 3 помочь

    θ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. помощь.
    εκφρ.
    Бог помочьπαλ. με τη βοήθεια του Θεού, ο Θεός βοηθός.
    -могу, -можешь, -могут, παρλθ. χρ. помог, -ла, -ло
    ρ.σ. βοηθώ, συνδράμω, έρχομαι αρωγός•

    -гите остащим βοηθείστε τους υστερούντες•

    она -ла ей встать αυτή τη βοήθησε να σηκωθεί•

    помочь деньгами βοηθώ χρηματικά•

    помочь нуждающим βοηθώ τους αναγκεμένους.

    || επιδρώ•

    лекарство -ло το φάρμακο βοήθησε.

    εκφρ.
    помочь горю (беде) – βοηθώ στη δυστυχία.

    Большой русско-греческий словарь > помочь

  • 4 выручать

    выручать, выручить 1) βοηθώ (помочь)· γλιτώνω, σώζω (спасти) 2) (деньги) βγάζω, κερδίζω
    * * *
    = выручить
    1) βοηθώ ( помочь); γλιτώνω, σώζω ( спасти)
    2) ( деньги) βγάζω, κερδίζω

    Русско-греческий словарь > выручать

  • 5 помочь

    помочь βοηθώ, συντρέχω* ωφελώ· κάνω καλό (о лекарстве)
    * * *
    βοηθώ, συντρέχω; ωφελώ; κάνω καλό ( о лекарстве)

    Русско-греческий словарь > помочь

  • 6 помощь

    помощь ж η βοήθεια* оказать \помощь βοηθώ, παρέχω βοήθεια· первая \помощь η πρώτη βοήθεια· при \помощьи με τη βοήθεια
    * * *
    ж
    η βοήθεια

    оказа́ть по́мощь — βοηθώ, παρέχω βοήθεια

    пе́рвая по́мощь — η πρώτη βοήθεια

    при по́мощьи — με τη βοήθεια

    Русско-греческий словарь > помощь

  • 7 содействовать

    содействовать συμπαραστατώ, συμπαραστέκομαι; βοηθώ (помогать)
    * * *
    συμπαραστατώ, συμπαραστέκομαι; βοηθώ ( помогать)

    Русско-греческий словарь > содействовать

  • 8 способствовать

    способствовать συμβάλλω, συντελώ; βοηθώ (помогать)
    * * *
    συμβάλλω, συντελώ; βοηθώ ( помогать)

    Русско-греческий словарь > способствовать

  • 9 помогать

    помога||ть
    несов
    1. (ύπο)βοηθῶ·
    2. (о лекарстве) κάνω καλό, ἀνακουφίζω, βοηθώ, ὠφελώ:
    никакие лекарства не \помогатьют κανένα φάρμακο δέν τόν ὠφελεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > помогать

  • 10 способствовать

    способствовать
    несов (чему-л.) συντείνω, βοηθώ, συμβάλλω, συντελώ/ εὐνοώ (благоприятствовать):
    \способствовать развитию про-мышлеЛюсти βοηθώ στἡν ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας.

    Русско-новогреческий словарь > способствовать

  • 11 подтянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, σφίγγω πιο γερά, ακόμα. || βιδώνω πιο σφιχτά. || σηκώνω, ανεβάζω, ανυψώνω.
    2. σύρω, σέρνω, τραβώ, φέρω κοντά•

    подтянуть лодку к берегу τραβώ τη βάρκα κοντά στην ακτή.

    3. σύρω, τραβώ αποκάτω•

    сани под навс σύρω το έλκυθρο στο υπόστεγο.

    4. (στρατ.) συγκεντρώνω, συναθροίζω•

    подтянуть полк к переправе συγκεντρώνω το σύνταγμα κοντά στο πορθμείο.

    5. μτφ. προωθώ, βοηθώ• ανεβάζω, καλυτερεύω•

    подтянуть отсталых βοηθώ τους καθυστερημένους•

    подтянуть дисциплину ανεβάζω (καλυτερεύω) την πειθαρχία.

    6. βλ. подпеть.
    7. (απρόσ.) αδυνατίζω, ισχναίνω. || μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, συστέλλομαι (για κοιλιά, πλευρά κ.τ.τ.).
    1. σφίγγομαι πιο γερά.
    2. τεντώνομαι.
    3. (στρατ.) συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι πλησίον. || (για σκάφος) πλησιάζω.
    4. μτφ. ανεβαίνω, καλυτερεύω. || εξισώνομαι, φτάνω τους πρωτοπόρους. || μτφ. υπερηφανεύομαι, κορδώνομαι, επαίρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подтянуть

  • 12 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 13 поддержать

    поддержать, поддерживать 1) βαστώ, υποστηρίζω* \поддержать
    * * *
    = поддерживать
    1) βαστώ, υποστηρίζω

    поддержа́ть предложе́ние — υποστηρίζω την πρόταση

    поддержа́ть поря́док — τηρώ την τάξη

    2) ( помочь) βοηθώ

    Русско-греческий словарь > поддержать

  • 14 предложение

    I предложение υποστηρίζω την πρόταση· \предложение порядок τηρώ την τάξη 2) (помочь) βοηθώ II предложение с 1) η πρόταση (тж. грам.)· вносить \предложение κάνω πρόταση· принимать \предложение δέχομαι την πρόταση 2) эк. η προσφορά* спрос и \предложение η ζήτηση και η προσφορά ◇ сделать \предложение κάνω πρόταση γάμου
    * * *
    с
    1) η πρόταση (тж. грам.)

    вноси́ть предложе́ние — κάνω πρόταση

    принима́ть предложе́ние — δέχομαι την πρόταση

    2) эк. η προσφορά

    спрос ипредложе́ние — η ζήτηση και η προσφορά

    ••

    сде́лать предложе́ние — κάνω πρόταση γάμου

    Русско-греческий словарь > предложение

  • 15 ассистировать

    ассист||и́ровать
    несов βοηθώ.

    Русско-новогреческий словарь > ассистировать

  • 16 выручка

    выручк||а
    ж ἡ ἐϊσπραξη [-ις], τό κέρδος, τό ἔσοδο[ν]:
    дневная \выручка (магазина и т. ἡ.) ἡ είσπραξη τής ἡμέρας· ◊ прийти на \выручкау βοηθώ, ἔρχομαι σέ ἐπικουρία

    Русско-новогреческий словарь > выручка

  • 17 отзываться

    отзываться
    несов
    1. (откликаться) ἀπαντώ, ἀποκρίνομαι:
    никто не \отзыватьсяа́ется κανένας δέν ἀποκρίνεται, κανείς δέν ἀπαντα· \отзываться на чьи-л. нужды βοηθῶ κάποιον
    2. (о ком-л.) λέω τή γνώμη μου, ἀποφαίνομαι γιά κάτι:
    хорошо \отзываться о ком-либо ἐκφέρω (или λεγω) καλή γνώμη γιά κάποιον
    3. (влиять):
    \отзываться на ком-л. ἐπιδρῶ σέ...· \отзываться на чем-л. ἐπενεργώ ἐπι...

    Русско-новогреческий словарь > отзываться

  • 18 подавать

    подавать
    несов
    1. δίνω, δίδω, προσφέρω, παρέχω:
    \подавать знак δίδω σημειον \подавать совет δίδω συμβουλήν \подавать милостыню δίνω ἐλεημοσύνη· \подавать повод δίνω ἀφορμή· \подавать пример δίνω τά παράδειγμα· \подавать команду δίνω διαταγή, προστάζω· не \подавать руки́ δέν προτείνω τό χέρι μου· \подавать помощь βοηθώ, παρέχω βοήθειαν
    2. (на стол) σερβίρω:
    обед по́дан τό γεῦμα εἶναι σερβιρισμένο·
    3. (лошадей, машину и т. п.) δίνω· 4:
    \подавать заявление ὑποβάλλω αίτηση· \подавать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω παράπονα· подавать в суд κάνω μήνυση·
    5. тех. τροφοδοτώ· ◊ \подавать мяч спорт. δίνω πάσσα· \подавать в отставку ὑποβάλλω παραίτηση, παραιτοῦμαι· \подавать надежды παρέχω ἐλπίδας· не \подавать признаков жизни δέν δίδω σημεία ζωής.

    Русско-новогреческий словарь > подавать

  • 19 поддержать

    поддержать
    сов, поддерживать несов
    1. (под руку и т. п.) ὑποβαστάζω, κρατώ, στηρίζω·
    2. перен (помогать) ὑποστηρίζω, βοηθώ:
    \поддержать морально ὑποστηρίζω ήθικά, ἐνθαρρύνω·
    3. перен (мнение, предложение, кандидатуру и т. п.) ὑποστηρίζω·
    4. (не давать прекратиться, сохранять) διατηρώ / τηρῶ (порядок, дисциплину и т. п.):
    \поддержать дружественные отношения διατηρώ φιλικές σχέσεις· \поддержать переписку ἔχω ἀλληλογραφία· \поддержать надежду ὑποθάλπω τήν ἐλπίδα· \поддержать разговор τροφοδοτώ τή συζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > поддержать

  • 20 подсадить

    подсадить
    сов, подсаживать несов
    1. (помогать влезть) βοηθώ κάποιον νά ἀνέβει, ἀνεβάζω·
    2. (посадить рядом) καθίζω δίπλα, βάζω νά καθίσει δίπλα·
    3. (растения) φυτεύω συμπληρωματικά.

    Русско-новогреческий словарь > подсадить

См. также в других словарях:

  • βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… …   Dictionary of Greek

  • βοηθώ — βοηθάω / βοηθώ, βοήθησα και βόηθησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βοηθώ — ησα, ήθηκα, βοηθημένος, συμπαραστέκομαι, δίνω βοήθεια, συντρέχω κάποιον: Πάντα βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βοηθῶ — Βοηθός hasting to the cry for help masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθῶ — βοάω cry aloud aor subj pass 1st sg (attic epic doric ionic) βοηθέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) βοηθέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) βοηθός hasting to the cry for help masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοηθῷ — Βοηθός hasting to the cry for help masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθῷ — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοηθώ — Βοηθός hasting to the cry for help masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθώ — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοήθῳ — Βόηθος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιουτάρω — βοηθώ, ενισχύω κάποιον υλικά ή ηθικά (κν. συντρέχω). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. aiutare (= βοηθώ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»