Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψευδές

См. также в других словарях:

  • ψευδές — ψευδής lying masc/fem voc sg ψευδής lying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεῦδες — ψεύδω cheat by lies imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου …   Dictionary of Greek

  • άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… …   Dictionary of Greek

  • αποψεύδομαι — ἀποψεύδομαι (Α) 1. επινοώ κάτι εντελώς ψευδές 2. παθ. διαψεύδομαι σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • διαψεύδω — (ΑΝ) αποδεικνύω κάτι ως ψευδές ή κάποιον ως ψεύτη νεοελλ. εκ τών πραγμάτων αποδεικνύω ως αστήρικτο αρχ. 1. απατώ, γελώ 2. αρνούμαι 3. (με γεν.) (για πρόσ. και πράγματα) απατώμαι, πλανώμαι …   Dictionary of Greek

  • θριαμβεύω — (ΑΜ θριαμβεύω) [θρίαμβος] νεοελλ. μσν. 1. αναδεικνύομαι νικητής, επιτυγχάνω περιφανή νίκη 2. σημειώνω μεγάλη επιτυχία («θριάμβευσε στις γενικές εκλογές») |[μσν. θριαμβολογώ μσν. αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω θριαμβευτικά 2. αποκαλύπτω τη δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • παράφθεγμα — τὸ, Α [παραφθέγγομαι] 1. προσθήκη μιας τροποποιήσεως στον λόγο ή σε ομιλία εν παρόδω, εκ τού προχείρου, παρέργως 2. τυχαίος λόγος 3. αυτό που ειπώθηκε εσφαλμένα, το ψευδές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»