-
1 κάχληκα
κάχληξpebble: masc acc sg -
2 κάχληξ
-
3 δι-αμάω
δι-αμάω (s. ἀμάω), durchmähen, durchschneiden, durchstoßen, durchhauen. Hom. ἀντικρὺ δὲ παραὶ λαπἀρην διάμησε χιτῶνα | ἔγχος Iliad. 8, 359. 7, 253. Vgl. ἀπαμάω, ἐπαμάω, καταμάω. – Folgende: λευκὴν παρηΐδα Eur. El. 1023, zerkratzen, ἄκροισι δακτύλοισι χϑόνα Bacch. 708, u. Sp., wie Qu. Sm. 1, 620. – Med., auseinanderkratzen, aufscharren, κάχληκα Thuc. 4, 26; χιόνα Pol. 3, 55, 6; – a. Sp.
-
4 διαμαω
1) разрывать, рассекать, разрубать(χιτῶνα Hom.)
2) расцарапывать(παρηΐδα Eur.)
3) разгребать, раскапывать(ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Eur.; med.: τὸν κάχληκα Thuc.; χιόνα Polyb.; ταῖς χερσὴ τέν γῆν Plut.)
-
5 καχληξ
-
6 διαμάω
II scrape or clear away,δακτύλοις δ. χθόνα E.Ba. 709
:—also in [voice] Med.,διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Th.4.26
;τὴν χιόνα Plb.3.55.6
;τὴν ψάμμον J.AJ3.1.3
.
См. также в других словарях:
κάχληκα — κάχληξ pebble masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)