Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χάλκανθος

См. также в других словарях:

  • χάλκανθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλκανθος — ὁ, Α το χάλκανθον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού χάλκανθον, κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • χαλκάνθους — χάλκανθος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλακτικός — ή, όν Α [σταλακτός] φρ. «χάλκανθος σταλακτικός» ο σταλαγμίας* …   Dictionary of Greek

  • χάλκανθον — τὸ, ΜΑ μσν. το χρυσάνθεμο αρχ. θειικός χαλκός που χρησιμοποιούσαν σε διάλυμα για μελάνη γραφής και για βαφή δερμάτων και υποδημάτων («τὸ καλούμενον χάλκανθον οὐδετέρως ἢ ὡς ἔνιοι χάλκανθος ἀρσενικῶς ἢ θηλυκῶς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐՋԱՍՊ — (ոյ, ով.) NBH 1 0375 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 13c, 14c, 15c գ. ԱՐՋԱՍՊ գրի եւ ԱՌՋԱՍՊ, կամ ԱՐՋԱՍՊՆ, ի. χάλκανθον կամ χάλκανθος, θη chalcanthum, atramentum sutorium, vitriolum Մետաղ թափանցիկ իբրեւ ապակի շառագոյն՝ լաւն կանաչագոյն, ʼի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԺԱՆԳԱՌ — ( ) NBH 1 0831 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c ա. ԺԱՆԳԱՌ կամ ԺԱՆԿԱՌ. Որոյ առեալ է յինքն զժանկ, զփտութիւն. ժանկահար. որդնահար. ապականեալ, փտեալ. *Սոյնպիսիք իցեն սերմանիք ամուլք եւ ժանկառք, ազազունք եւ սինեալ. Ագաթ.: գ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • χαλκάνθου — χάλκανθον solution of blue vitriol neut gen sg χάλκανθος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκάνθῳ — χάλκανθον solution of blue vitriol neut dat sg χάλκανθος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλκανθον — solution of blue vitriol neut nom/voc/acc sg χάλκανθος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»