Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φέγγος

  • 1 φέγγος

    φέγγος (- ος nom., acc.)
    1 light a. lit., of daylight “ ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος” (i. e. was born) P. 4.111
    b met., brilliance, glory

    ὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος, ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56

    ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών ( ἔπεστιν φέγγος codd., transp. Heyne) P. 8.97

    Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90

    τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν N. 3.64

    Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος N. 4.13

    δέδορκεν παιδὶ τοῦθ' Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.42

    κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος ἄντα δυσμενέων Μελαμφύλλου προπάροιθεν (i. e. victory) Pae. 2.68 δεν- δρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153.

    Lexicon to Pindar > φέγγος

  • 2 φέγγος

    A light, splendour, lustre,

    τῆλε δὲ φ. ἀπὸ χροὸς ἀθανάτοιο λάμπε θεᾶς h.Cer. 278

    ;

    τὸ φ. τῆς χρόας Duris 14

    J.;

    τὸ φ. τῆς δόξης Κυρίου LXXEz.10.4

    ; φ. ἀστραπῆς ὅπλων ib.Hb.3.11: freq. like φάος, of daylight, either abs. or with some word added,

    φ. ἡλίου A.Pers. 377

    , S.Tr. 606, etc.;

    τὸ φ. τοῦ θεοῦ E.Alc. 722

    ; without the Art.,

    φ. εἰσορᾶν θεοῦ Id.Or. 1025

    , cf. S.Aj. 673; ὦ φέγγος ib. 859, E.El. 866;

    ὦ φ. ἡμέρας A.Ag. 1577

    ; δεκάτῳ φέγγει ἔτους in the tenth year, ib. 504.
    b moonlight, X.Cyn.5.4; νυκτερινὰ φέγγη, opp. ἡμερινὸν φῶς, Pl.R. 508c;

    ἐὰν τὸ φ. ἐκλείψῃ Cat.Cod.Astr.4.172

    , cf. Nonn.D.38.255;

    φῶς ἡμέρας, φέγγος σελήνης Hsch.

    s.v. φέγγος; τὸ φ. [τοῦ γάλακτος], of the milky way, Arist.Mete. 346a26.
    c of men, φ. ἰδεῖν, προσιδεῖν, to see the light, come into the world,

    ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φ. Pi.P.4.111

    ;

    ἀελίου προσιδεῖν φ. B.5.162

    ;

    λιπεῖν φ. E.Or. 954

    ;

    ὄλωλα, φ. οὐκέτ' ἔστι μοι S.Tr. 1144

    .
    d day,

    τριταῖον ἤδη φ. E.Hec.32

    , cf. Sosiph.3.1; μοιρίδιον φ. = μ. ἦμαρ, E.Eleg.2.
    2 the light of torches or fire,

    φ. λαμπάδων A.Eu. 1022

    ; πυρός ib. 1029, Ch. 1037: a light, torch, Ar.Ra. 448, X.Smp.1.9; pl. φέγγη torches or watch-fires, Aen.Tact.10.26 (cj.), Plu.Cam.25, etc.
    3 the light of the eyes,

    φ. ὀμμάτων E.Hec. 368

    , 1035;

    ὄσσων Theoc.24.75

    ; τυφλὸν φ, i.e. blindness, E.Hec. 1068 (lyr.).
    II light, as a metaph. for delight, glory, pride, joy, Pi.P.8.97, N.3.64,4.13;

    τί γὰρ γυναικὶ τούτου φ. ἥδιον δρακεῖν, ἀπὸ στρατείας ἀνδρὶ σώσαντος θεοῦ πύλας ἀνοῖξαι; A.Ag. 602

    ; of persons, Pi.N.9.42;

    μέγα βροτοῖσι φ. Ἀσκληπιόν Ar.Pl. 640

    (lyr.);

    Μουσέων φ. Ὅμηρον AP7.6

    (Antip. Sid.);

    ὦ ταῖς ἱεραῖς φ. Ἀθήναις Ar.Eq. 1319

    (anap.);

    πλοῦτος.. ἀνδρὶ φ. Pi.O.2.56

    ; φ. ὀπώρας, of wine, Id.Fr. 153.
    2 lustre,

    δικαιοσύνης καὶ σωφροσύνης Pl.Phdr. 250b

    ;

    φ. ἐλέους LXX 3 Ma.6.4

    ;

    τῆς ψυχῆς τὸ γάνωμα καὶ τὸ φ. Plu.2.792a

    , etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φέγγος

  • 3 φέγγος

    φέγγος, ους, τό (Hom. Hymns+; ins, e.g. IAndrosIsis 39 [I B.C.]; LXX; TestJob 43:5; JosAs 14:9 φ. ἡλίου; GrBar; Ezek. Trag. 234 [Eus., PE 9, 29, 14] ἀπʼ οὐρανοῦ φ. 16; Philo; Jos., Ant. 2, 308; 11, 285; Tat. 20, 2) light, radiance, of the moon (Ps.-X., Cyneget. 5, 4; Philo, Somn. 1, 23) Mt 24:29; Mk 13:24. Of a λύχνος (Callim. 55, 3) Lk 11:33 v.l. (cp. TestJob 43:5 [w. λύχνος]). Of two heavenly beings πολὺ φέγγος ἔχοντες GPt 9:36.—DELG. Cp. φῶς.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φέγγος

  • 4 φέγγος

    φέγγος
    light: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > φέγγος

  • 5 φέγγος

    -ους + τό N 3 0-2-13-4-5=24 2 Sm 22,13; 23,4; Ez 1,4(bis).13
    light, splendour, lustre Ez 10,4; light (of the day) Jb 3,4; id. (of the stars) Jl 2,10

    Lust (λαγνεία) > φέγγος

  • 6 φέγγει

    φέγγος
    light: neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    φέγγεϊ, φέγγος
    light: neut dat sg (epic ionic)
    φέγγος
    light: neut dat sg
    φέγγω
    make bright: pres ind mp 2nd sg
    φέγγω
    make bright: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > φέγγει

  • 7 φέγγη

    φέγγος
    light: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    φέγγος
    light: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > φέγγη

  • 8 φεγγέων

    φέγγος
    light: neut gen pl (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > φεγγέων

  • 9 φεγγίων

    φέγγος
    light: neut gen pl (doric)

    Morphologia Graeca > φεγγίων

  • 10 φέγγεα

    φέγγος
    light: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > φέγγεα

  • 11 φέγγεος

    φέγγος
    light: neut gen sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > φέγγεος

  • 12 φέγγεσι

    φέγγος
    light: neut dat pl

    Morphologia Graeca > φέγγεσι

  • 13 φέγγεσιν

    φέγγος
    light: neut dat pl

    Morphologia Graeca > φέγγεσιν

  • 14 φέγγους

    φέγγος
    light: neut gen sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > φέγγους

  • 15 φέγγε'

    φέγγεα, φέγγος
    light: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)
    φέγγει, φέγγος
    light: neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    φέγγεϊ, φέγγος
    light: neut dat sg (epic ionic)
    φέγγει, φέγγος
    light: neut dat sg
    φέγγεε, φέγγος
    light: neut nom /voc /acc dual (epic ionic)
    φέγγει, φέγγω
    make bright: pres ind mp 2nd sg
    φέγγει, φέγγω
    make bright: pres ind act 3rd sg
    φέγγεο, φέγγω
    make bright: pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
    φέγγεαι, φέγγω
    make bright: pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
    φέγγεο, φέγγω
    make bright: imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > φέγγε'

  • 16 ἀνήρ

    ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσιν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)
    1 man
    1 man in his prime.
    a

    παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17

    ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ

    διφρηλασίας O. 3.37

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶO. 4.26

    ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10

    ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86

    ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8

    τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88

    νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23

    ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 ἀνδρὸς αἰδοίουP. 4.29

    δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22

    δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107

    ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118

    Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6

    κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49

    νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12

    ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18

    ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33

    ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38

    ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9

    τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17

    ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50

    θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1

    περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65

    κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.

    ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37

    χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57

    ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9

    Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.

    ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2

    ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64

    ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.
    b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173

    Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182

    βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38

    Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4

    ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.
    2 generally = ἄνθρωπος.
    a

    ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5

    ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105

    τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97

    καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10

    παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24

    ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41

    ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38

    χρήματα χρήματ' ἀνήρI. 2.11

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1

    ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-

    δρῶν I. 5.57

    δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.

    ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4

    ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20

    ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.
    b contrasted with the gods

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

    εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64

    προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66

    τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2

    ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28

    τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110

    cf. O. 10.22, O. 11.10

    τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7

    πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16

    οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43

    ( Χίρωνα)

    νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5

    θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳP. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94

    Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123

    τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76

    θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64

    θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22

    ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4

    κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9

    ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).

    καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54

    κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11

    ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.
    3 generally, a man, anyone ὁ μὰν

    πλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56

    αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

    τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26

    κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63

    Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73

    θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21

    ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93

    ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10

    ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99

    ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56

    οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20

    οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30

    φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39

    ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15

    καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.
    4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.
    a c. subs.

    ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79

    μάτρωες ἄνδρες O. 6.77

    μάντιες ἄνδρες O. 8.2

    ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69

    ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91

    ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51

    cf. P. 9.118
    b c. adj.

    οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96

    Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12

    τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7

    ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34

    ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72

    ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33

    πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80

    ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93

    εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86

    ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66

    Λακεδαι-

    μονίων ἀνδρῶν P. 4.257

    βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3

    ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41

    Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42

    καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42

    κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45

    τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58

    εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34

    [ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.
    c c.

    τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31

    εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13

    κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87

    5 frag. ]

    φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22

    ]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21

    κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3.

    Lexicon to Pindar > ἀνήρ

  • 17 ἔπειμι

    a lie upon c. gen. ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (Heyne: ἔπεστι φέγγος codd.) P. 8.97
    b c. dat.

    ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.23

    ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἑξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ i. e. lends weight to my words O. 13.99 frag. ]

    γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88

    ------------------------------------

    Lexicon to Pindar > ἔπειμι

  • 18 φῶς

    φῶς, φωτός, τό (Trag.+ [in Hom. φάος or φόως]; loanw. in rabb.) ‘light’
    light in contrast to darkness, light
    in the physical realm καθόλου τὸ φῶς μὴ βλέπειν (of Judas) Papias (3:2).—Opp. σκότος, as Job 18:18; En 104:8; PGM 5, 101; 7, 262; 13, 335; Theoph. Ant. 1, 2 (p. 60, 7) 2 Cor 4:6 (cp. Gen 1:3ff); 6:14. Not present at night J 11:10. λευκὸς ὡς τὸ φ. Mt 17:2. νεφέλη φωτός a bright cloud vs. 5 v.l. (TestAbr A 9 p. 87, 12 [Stone p. 22]). Of the light of the sun (φ. ἡλίου: Dio Chrys. 57 [74], 20 fr. Eur., Hippol. 617; Ael. Aristid. 45, 29 K.=8 p. 95 D; ApcZeph; Just., D. 128, 4; τὸ φ. τοῦ ἡλίου Theoph. Ant. 1, 2 [p. 60, 16]) Rv 22:5b; of a wondrous star IEph 19:2ab. Of lamp-light (Jer 25:10; Jos., Ant. 12, 319) Lk 8:16; 11:33 (v.l. φέγγος); J 5:35 (in imagery); Rv 18:23; 22:5a. Light fr. a transcendent source (Ael. Aristid. 49, 46 K.=p. 500, 17 D. ἐγένετο φῶς παρὰ τῆς Ἴσιδος; Marinus, Vi. Procli 23: a halo of light around Proclus’ head moves the beholder to προσκύνησις): an angel Ac 12:7; 2 Cor 11:14 (here ἄγγελος φωτός [cp. 1QS 3:20] is a messenger of the world of light in contrast to Satan); of Paul’s conversion experience Ac 9:3; 22:6 (both w. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, as X., Cyr. 4, 2, 15; Dio Chrys. 11 [12], 29), 9, 11; 26:13 (οὐρανόθεν); the heavenly city Rv 21:24 (s. also bα below). ἐφάνη φῶς μέγα ἐν τῷ σπηλαίῳ a bright light appeared in the cave GJs 19:2, followed by φῶς ἐκεῖνο ὑπεστέλλετο that light faded out. ἦν τὸ ὄρος ἐκεῖνο διαφαίνων (pap=διαφαῖνον) αὐτῇ φ. that mountain was shining a light for her GJs 22:3.—In imagery: (εἰς φ. ἐλθεῖν=‘become apparent’ Hippol., Ref. 4, 28, 4) ἐν τῷ φωτί in the open, publicly (φ. of ‘the open’ X., Ages. 9, 1.—Opp. ἐν τῇ σκοτίᾳ) Mt 10:27; Lk 12:3 (Proverbia Aesopi 104 P.: ἅπερ ἐν νυκτὶ καλύπτεται, ταῦτα εἰς φῶς λαληθέντα … ‘what is hidden in the night gets talked about in the light’). Of an evil-doer it is said: μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς J 3:20 (cp. Eur., Iph. T. 1026 κλεπτῶν γὰρ ἡ νύξ, τῆς δʼ ἀληθείας τὸ φῶς=the night’s for thieves, the light’s for truth; Plut., Mor. 82b, Contra Volupt. in Stob., Anthol. 3, 6, 33 vol. III 299 H.; Philo, De Jos. 68, Spec. Leg. 1, 319–23; TestNapht 2:10).
    in a transcendent sense
    α. the passages in the central portion of 1a above show that light is the element and sphere of the divine (Ael. Aristid. 28, 114 K.=49 p. 528 D.: τοῦ θεοῦ φῶς; SibOr 3, 787 ἀθάνατον φ.; Tat. 13, 2 λόγος … ἐστὶ τὸ τοῦ θεοῦ φ.—Iren. 1, 4, 1 [Harv. I 32, 1]). God is called φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον 1 Ti 6:16 (Plut., Pericl. 173 [39, 2] the gods dwell in τὸν τόπον ἀσάλευτον φωτὶ καθαρωτάτῳ περιλαμπόμενον, Mor. 567f: the divine φωνή proceeds fr. a φῶς μέγα that suddenly shines forth), or it is said that God dwells ἐν τῷ φωτί 1J 1:7b. In fact, God is described as light pure and simple ὁ θεὸς φῶς ἐστιν vs. 5 (Philo, Somn. 1, 75; cp. TestJob 4:1 εἶπεν τὸ φῶς; ParJer 6:12; Ath. 31, 3 πάντα δὲ φῶς αὐτὸν ὄντα.—OSchaefer, StKr 105, ’33, 467–76). Cp. Dg 9:6. Likew. the Divine Redeemer (ParJer 9:14 τὸ φῶς τῶν αἰώνων πάντων) in the Fourth Gospel: J 1:7–9 (FAuer, Wie ist J 1:9 zu verstehen?: ThGl 28, ’36, 397–407); 12:35ab, 36ab (for 1J 2:8 s. β; on divinity as light s. RCharles, The Book of Enoch 1912, 71f; GWetter, Phōs [ΦΩΣ] 1915. S. also MDibelius, Die Vorstellung v. göttl. Licht: Deutsche Literaturzeitung 36, 1915, 1469–83 and MNilsson, GGA 1916, 49ff; FDölger, Die Sonne der Gerechtigkeit 1918, Sol Salutis 1920; WBousset, Kyrios Christos 2, 1921, 173; 174, 2 and 3; HJonas, Gnosis u. spätantiker Geist I ’34; Dodd 133–36; 183–87 al.; EGoodenough, By Light, Light: The Mystic Gospel of Hellenistic Judaism ’35; RBultmann, Z. Gesch. der Lichtsymbolik im Altertum: Philol 97, ’48, 1–36; 1QH 4:6; 18:29; BGU 597, 33 [I A.D.]). Jesus calls himself τὸ φῶς τοῦ κόσμου J 8:12a; 9:5; 12:46; cp. 3:19a (Mel., P. 103, 795; Wetter, ‘Ich bin das Licht der Welt’: Beiträge zur Religionswissenschaft I/2, 1914, 171ff), and is called τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων 1:4 (Ael. Aristid. 45, 33 K.=8 p. 97 D.: Sarapis as κοινὸν ἄπασιν ἀνθρώποις φῶς; hymn to Anubis fr. Kios [IAndrosIsis, p. 139] 7: Isis as φῶς πᾶσι βροτοῖσι). His very being is light and life (ζωή 2aβ; s. JWeisengoff, CBQ 8, ’46, 448–51) 1:4. Cp. also vs. 5; 3:19b, 21; Lk 2:32 (Jesus is a φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν).—FDölger, Lumen Christi: Ac V/1, ’35, 1–43. The martyr καθαρὸν φῶς λαμβάνει receives the pure light of heaven IRo 6:2.
    β. light, that illuminates the spirit and soul of humans (OdeSol 11:19 μεταβληθέντες ἀπὸ σκότους εἰς τὸ φῶς; JosAs 15:13 ἀναγαγεῖν με εἰς τὸ φῶς; Mel., P. 68, 491 ῥυσάμενος … ἐκ σκότους εἰς φῶς; Philosoph. Max. 499, 39 σωφροσύνη … ψυχῆς φῶς ἐστιν), is gener. the element in which the redeemed person lives, rich in blessings without and within (En 5:6 σωτηρία, φῶς ἀγαθόν; vs. 8 φ. καὶ χάρις; PsSol 3:12 ἡ ζωὴ αὐτῶν ἐν φωτὶ κυρίου): τότε ῤαγήσεται πρώϊμον τὸ φῶς σου then your light will break out early in the morning B 3:4 (Is 58:8; s. πρόϊμος, end). Of God δεῖξαι αὐτῷ (God’s servant) φῶς 1 Cl 16:12 (Is 53:11); of Messianic salvation, the gospel, etc. (opp. σκοτία, σκότος) Mt 4:16ab; AcPl Ha 8, 32f (Is 9:1ab; cp. Lucian, Nigr. 4 ἔχαιρον ὥσπερ ἐκ ζοφεροῦ ἀέρος ἐς μέγα φῶς ἀναβλέπων ‘I rejoiced, looking up as it were from a gloomy atmosphere into a bright light’); Ac 26:18; Eph 5:13; Col 1:12; 1 Pt 2:9; 1 Cl 36:2; 59:2; 2 Cl 1:4. τὸ φῶς τῆς ζωῆς (cp. 1QS 3:7) J 8:12b. τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν (ParJer 9:3 φ. ἀληθινόν; cp. τὸ τῆς ἀληθείας φ. Did., Gen. 87, 23f; Orig., C. Cels. 5, 13, 20; saying of Pythagoreans: WienerStud 8, 1886 p. 280 no. 118 in contrast to σκότος; cp. TestJob 43:6 ὁ τοῦ σκότους καὶ οὐχὶ τοῦ φωτός [of Elihu]) 1J 2:8, cp. J 1:9 (s. α above). φῶς καταγγέλλειν Ac 26:23. To be filled w. Christian truth means ἐν τῷ φωτὶ περιπατεῖν 1J 1:7a, εἶναι 2:9, μένειν vs. 10. Such persons are called υἱοὶ τοῦ φωτός Lk 16:8; J 12:36c (cp. 1QS 1:9 et passim); 1 Th 5:5; τέκνα φωτός Eph 5:8b (ESelwyn, 1 Pt ’46, 375–82; KKuhn, NTS 7, ’61, 339: 1QS 3:20; 5:9, 10); τέκνα φωτὸς ἀληθείας IPhld 2:1 (Porphyr., Ep. ad Marcellam 20 φῶς τοῦ θεοῦ τῆς ἀληθείας; Simplicius p. 88, 3; 138, 30 Düb. τὸ τῆς ἀληθείας φῶς). They put on τὰ ὅπλα τοῦ φωτός Ro 13:12, travel the ὁδὸς τοῦ φωτός B 18:1; 19:1, 12, and produce the καρπὸς τοῦ φωτός Eph 5:9. The rdg. τ̣ο̣ [φω]ς Ox 1081, 29 is better restored after the Coptic SJCh as τέλος (q.v. 1).
    γ. bearers or bringers of this kind of light (φῶς of persons: Od. 16, 23; Anacr. 51 Diehl [32 Page; 124 Bergk] φάος Ἑλλήνων; Pind., I. 2, 17; Trag.; Biogr. p. 453 Hippocr. as ἀστήρ and φῶς of the healing art; TestJob 53:3 Job as φῶς τῶν τυφλῶν; SIG 1238, 2 [c. 160 A.D.] Φήγιλλα, τὸ φῶς τῆς οἰκίας) Is 49:6 φῶς ἐθνῶν is referred to Paul and Barnabas Ac 13:47, and to Christ B 14:8 (as Just., D. 65, 7); cp. 14:7 (Is 42:6) and cp. bα above. The Ἰουδαῖος considers himself a φῶς τῶν ἐν σκότει Ro 2:19. Jesus’ disciples are τὸ φῶς τοῦ κόσμου Mt 5:14; cp. vs. 16.—On Is 49:6 s. HOrlinsky, The 75th Anniv. Vol. of the JQR ’67, 409–28.
    δ. by metonymy, one who is illuminated or filled w. such light, or who stands in it Eph 5:8a (s. 1bβ above).—On the dualism of light and darkness, etc., s. Hebr. texts in the Dead Sea scrolls: KKuhn, ZTK 47, ’50, 192–211; WBrownlee, Excerpts fr. theTransl. of the Dead Sea Manual of Discipline: BASOR no. 121, ’51, 8–13; HPreisker, TLZ 77, ’52, 673–78; CHowie, The Cosmic Struggle: Int 8, ’54, 206–17.
    that which gives/bears light, torch, lamp, lantern, etc. (X., Hell. 5, 1, 8 φῶς ἔχειν; Musaeus vs. 224 of a λύχνος. Pl.: Plut., Ant. 927 [26, 6], Pelop. 284 [12, 3] al.; Lucian, Philops. 31) Ac 16:29. Fire, which furnishes both light and heat (X., Hell. 6, 2, 29; Cyr. 7, 5, 27; 1 Macc 12:29) Mk 14:54 (GBuchanan, ET 68, ’56, 27); Lk 22:56. Heavenly bodies (Manetho, Apotel. 6, 146 sun and moon δύο φῶτα; likew. Dio Chrys. 23 [40], 38; Ptolem., Apotel. 2, 13, 8; 3, 3, 3; 3, 5, 3 al. τὰ φ=constellations; Vett. Val. index II p. 384; PGM 13, 400; Ps 135:7; Jer 4:23): God is πατὴρ τῶν φώτων Js 1:17 (TestAbr B 7 p. 111, 11 [Stone p. 70] φῶς καλούμενον πατὴρ τοῦ φωτός; cp. ApcMos 36; 38); the sun as τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου J 11:9 (Macrobius, Saturnal. 1, 23, 21 ἥλιε παντοκράτορ, … κόσμου φῶς; cp. Ps.-Demosth. 60, 24). Of the eye as an organ of light (Eur., Cycl. 633 φῶς Κύκλωπος; Ath. 32, 2) Mt 6:23; Lk 11:35.
    that which is illuminated by light: πᾶν τὸ φανερούμενον φῶς ἐστιν everything that becomes visible is (= stands in the) light Eph 5:14.—CMugler, Dictionnaire historique de la terminologie optique des Grecs ’64.—B. 60. Cp. φέγγος; s. Schmidt, Syn. I 563–98. DELG s.v. φάε. Frisk s.v. φάος. New Docs 1, 98f. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φῶς

  • 19 Ἁγησίδαμος

    Ἇγησίδᾱμος (aspiravit Schr.)
    1 of Epizephyrian Lokris, son of Archestratos, Olympic victor 476 B. C.

    Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.18

    Ἁγησίδαμ O. 10.92

    , O. 11.12
    2 of Akragas, father of Chromios.

    Ἁγησιδάμου παῖ N. 1.29

    δέδορκεν παιδὶ τοῦθ' Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.42

    Lexicon to Pindar > Ἁγησίδαμος

  • 20 ἁγνός

    ἁγνός (ἁγνῷ, -όν; -οί: -άν; -αί: - όν acc.: superl. - όταται)
    1 holy.
    a of persons, divine or semi-divine καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν (sc. Ἥλιον.) O. 7.60 Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί.” P. 4.103 ἁγνὸν Ἀπόλλων”. P. 9.64 ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 5.
    b of things, belonging to, or administered by divinities

    καὶ μεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν καὶ πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε O. 3.21

    ἀείδει μὲν ἅλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν sc. of Pallas Athene. O. 5.10 τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (cf. Ἁφαίστοιο v. 25) P. 1.21

    ἔνθ' ἁγνὸν Ποσειδάωνος ἕσσαντ ἐνναλίου τέμενος P. 4.204

    πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ I. 6.74

    ( Ζεύς) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153.
    c frag. ]ἁγνᾶς αγι[ Πα. 7. c. 1.

    Lexicon to Pindar > ἁγνός

См. также в других словарях:

  • φέγγος — light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

  • φέγγος — το ους 1. φως και μάλιστα το διάχυτο, ωχρό και αμυδρό, όπως είναι του φεγγαριού ή των άστρων: Είχε φεγγάρι λαμπερό και στρογγυλό, γεμάτο, κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω (Ερωτόκριτος). 2. φως, λάμψη, ανταύγεια. 3. το φεγγάρι, το φέγγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέγγει — φέγγος light neut nom/voc/acc dual (attic epic) φέγγεϊ , φέγγος light neut dat sg (epic ionic) φέγγος light neut dat sg φέγγω make bright pres ind mp 2nd sg φέγγω make bright pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγη — φέγγος light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φέγγος light neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεγγέων — φέγγος light neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεγγίων — φέγγος light neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεα — φέγγος light neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεος — φέγγος light neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεσι — φέγγος light neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγεσιν — φέγγος light neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»