-
61 загруженность
κ. -женность, -и θ. φόρτος εργασίας, απασχόλησης. -
62 нагрузка
-и θ.1. φόρτωση, -μα.2. φορτίο. || μτφ. φόρτος (δουλειάς, απασχόλησης κ.τ.τ.).3. (τεχ.) φόρτωση, απόδοση. -
63 обуза
-ы θ.βάρος, άχθος, φόρτος, -τίο, φόρτωμα• αγγαρεία•взвалить на кого-н. -у επιβαρύνω κάποιον, αγγαρεύω•
сделаться для кого -ой γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
быть -ой для кого-л. είμαι βάρος σε κάποιον.
-
64 ярмо
-а ουδ.1. ο ζυγός•волы под -ом βόδια κάτω από το ζυγό.
2. μτφ. σκλαβιά, δουλεία• καταπίεση•стряхнуть ярмо αποτινάζω το ζυγό.
|| μτφ. φόρτος, βάρος•сбросить ярмо πετώ από πάνω μου το βάρος.
-
65 αὐτόφορτος
αὐτό-φορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόφορτος
-
66 βαρύφορτος
βᾰρῠ-φορτος, ον,A heavy-burdened, i.e. pregnant, Nonn.D.48.769.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύφορτος
-
67 βούφορτος
βού-φορτος, ον,A = πολύφορτος, AP6.222 (Theodorid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούφορτος
-
68 δύσφορτος
δύσ-φορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσφορτος
-
69 εὐάγκαλος
A easy to bear in the arms,ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον A.Pr. 352
; (Nauck ἄγκυλον) ; φόρτος, of Anchises, Ael.Fr. 148, cf. Porph.Abst.1.45: metaph.,λόγοι Them.Or. 18.219d
; pleasant to embrace, Luc.Am.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάγκαλος
-
70 εὐπίων
-
71 μυριόφορτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριόφορτος
-
72 πλοῦτος
πλοῦτος, ὁ,A wealth, riches,ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171
;ὄλβῳ τε πλούτῳ τε 16.596
;π. ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος Pi.O.2.53
; opp. πενία, Pl.R. 421d;ἀνατετροφέναι πλοῦτον And.1.131
: pl.,τῶν γὰρ π. ὁδ' ἄριστος
treasures,E.
Fr. 137 (anap.);πλούτοις καὶ πενίαις Pl.R. 618b
;γένη καὶ πλοῦτοι Id.Grg. 523c
, cf. Prt. 354b, etc.: c. gen. rei, π. ἀργύρου, χρυσοῦ, treasure of silver or gold, Hdt.2.121.ά, Anacreont.34.1;οὔτε ἀργυροῦς π.οὔτε χρυσοῦς Pl.Lg. 801b
; ἀφανὴς π., opp. γῆ, Ar.Ec. 602.2 metaph.,πραπίδων π. Emp.129.2
;π. τῆς σοφίας Pl.Euthphr. 12a
; γᾶς π. ἄβυσσος, of the whole earth, A.Th. 948 (lyr.);πλοῦτον εἵματος κακόν Id.Ag. 1383
;ὁ ἐν τῇ ἐμῇ ψυχῇ π. X.Smp.4.43
, cf. 34, etc.II masc. pr. n. Plutus, god of riches, Hes.Th. 969; represented as blind, Timocr.8;ὁ δὲ Π. ἡμᾶς.. τυφλοὺς ποιεῖ Antiph.259
:—Hsch. s.v. εὔπλουτον says that π. originally meant wealth in corn. (Prob. from πλέω in an early sense '*flow', '*abound', as φόρτος from φέρω.)------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλοῦτος
-
73 φορτίον
φορτ-ίον, τό,A load, burden, freight, Sapph.Supp.9.13 (pl.), Alc.Supp.26.1, Ar.Pl. 352, Lys. 312, X.Mem. 3.13.6, An.7.1.37, al., Lycurg.96, Aq.2 Ki.15.33;λιβανωτικὰ φ. OGI132.11
(Alexandria, ii B. C.);φέρων ἀνθράκων φ. Ar.Ach. 214
(lyr.);φ. βαστάζειν Teles p.10H.
2 pl., wares, merchandise, Hes.Op. 643, 693, Hdt.1.1, 2.179, al., Ar.Ach. 899, 910, V. 1398, Ra. 573, Hyp.Ath.6.b esp. of agricultural produce, crops, PRev.Laws 43.14, al. (iii B. C.), PTeb.105.24 (ii B. C.), etc.4 metaph., μεῖζον φ. ἢ καθ' αὑτὸν αἰρόμενον taking too heavy a burden upon him, D.11.14;μέγα τὸ φ. Antiph.3
;οὐκ ἔστιν οὐδὲν βαρύτερον τῶν φορτίων.. γυναικός Id.329
;οὔτοι τὸ γῆράς ἐστιν.. τῶν φ. μέγιστον Anaxandr.53
;τὸ φ. μου ἐλαφρόν ἐστιν Ev.Matt.11.30
; χρυσοῦν φ., of wealth, Secund.Sent.9. ([var] Dim. only in form, commonly used for φόρτος in Com. and Prose; wrongly condemned as un-Attic by Moer.p.393 P., Thom.Mag.p.16R.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορτίον
-
74 ἀγλαόφορτος
ἀγλαό-φορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγλαόφορτος
-
75 ἁμαξίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξίτης
-
76 ἅλς
A salt,πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο Il.9.214
, cf. Od.17.455; ἁλὸς μέταλλον a salt-mine, Hdt.4.185; ἁλὸς χόνδροι lumps of rock-salt, ib. 181 : sg. also Ar.Ach. 835, Philyll.28, Axionic.8: more freq. in pl., Od.11.123, Hdt.4.53, al., etc.:—prov. phrases:οὐ σύ γ' ἂν.. σῷ ἐπιστάτη οὐδ' ἅλα δοίης Od.17.455
;φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ'.. οὐδ' ἅλα δοίης Theoc.27.61
; ἅλας συναναλῶσαι, i.e. to be bound by ties of hospitality, Arist.EN 1156b27; τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον to have eaten a bushel of salt together, i.e. to be old friends, Com.Adesp.176; οἱ περὶ ἅλα καὶ κύαμον, of friends, Plu.2.684e, cf. Arist.EE 1238a3;ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
;ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; D.19.189
; τοὺς ἅλας παραβαίνειν ib.191;τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης Aeschin.3.224
; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη 'light come, light go', Zen.2.20; ἅλασιν ὕει, of great abundance, Suid.2 in pl. of medical preparations, Dsc.5.109.II brine, Call.Fr.50.2ἃ. Ἰνδικός
sugar,Archig.
ap. Paul.Aeg.2.53.IV ἅλες, οἱ, metaph., like Lat. sales, wit, possible but unlikely in Pl. Smp. 177b, Ep.Col.4.6; certain in Plu.2.854c; ἅλες called " χάριτες" ib.685a. (Cf.sq.)------------------------------------Aἁλὸς πολιοῖο Il.20.229
), sea (generally of shallow water near shore),εἰς ἅλα δῖαν Il.1.141
; in sea-water,Od.
2.261;ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς 12.27
: sts. pleonast.πόντος ἁλός Il.21.59
, Thgn.10; ἁλὸς πελάγη or πέλαγος, Od.5.335, h.Ap. 73, E.Tr.88;πελαγίαν ἅλα A.Pers. 427
;παρ' ἁλμυρὰν ἅλα E.Ba.17
; in pl. (with a pun on ἅλς A), Ar.Ach. 760.—Poet. word: nom. only Emp.56. (Cf. Lat. sal: both masc. and fem. are from the same root.) -
77 ἐμπορικός
A of or for commerce, mercantile,οἶκος Stesich. 80
; ἐ. τέχνη or ἐ. alone, = ἐμπορία 1.1, Pl.Euthphr. 14e, Sph. 223d, al.; ἐ., τά, Id.Lg. 842d;ἐ. δίκαι Arist.Ath.59.5
, D.7.12;κατὰ τοὺς ἐ. νόμους Id.35.3
: ἐ. συμβολαῖα ib.47; τὰ ἐ. Χρήματα money to be used in trade, ib.49; ἡ μνᾶ ἡ ἐ. the mina of commerce, IG22.1013.34 (ii B. C.); ἐμπορικόν, τό, the class of merchant-seamen, Arist.Pol. 1291b24; with an aptitude for trade,παῖς Lib.Decl.33.7
: [comp] Comp.- ώτερος Ptol.Tetr.66
: -κοί, οἱ, camp-traders, sutlers, Arr.Tact.2.1.3 διήγημα ἐ. a traveller's tale, i. e. a romance, Plb.4.39.11.II Adv. - κῶς in mercantile fashion, Str.8.6.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορικός
-
78 ὁδαῖος
A = ἐνόδιος, of Hermes, Id. (s.v.l.). -
79 ὑπεραχθής
ὑπεραχθής, ές,A overburdened, Theoc.11.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεραχθής
-
80 φορτίς
φορτίς, ίδος ( φόρτος): νηῦς, ship of burden, Od. 5.250 and Od. 9.323.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φορτίς
См. также в других словарях:
φόρτος — load masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… … Dictionary of Greek
φόρτος — ο 1. φορτίο, μεγάλο βάρος. 2. μτφ., ό,τι είναι ενοχλητικό, αφόρητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φόρτοι — φόρτος load masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτοις — φόρτος load masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτοισι — φόρτος load masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτον — φόρτος load masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτου — φόρτος load masc gen sg φορτόω load pres imperat act 2nd sg φορτόω load imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτους — φόρτος load masc acc pl φορτόω load imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτων — φόρτος load masc gen pl φορτόω load imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φορτόω load imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτῳ — φόρτος load masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)