Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολύφορτος

См. также в других словарях:

  • πολύφορτος — heavily laden masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφορτος — ον, Α 1. πολύ φορτωμένος, κατάφορτος («νηῶν πολυφόρτων», Μαν.) 2. πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φόρτος (πρβλ. βαρύ φορτος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύφορτον — πολύφορτος heavily laden masc/fem acc sg πολύφορτος heavily laden neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφόρτοις — πολύφορτος heavily laden masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφόρτου — πολύφορτος heavily laden masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφόρτων — πολύφορτος heavily laden masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφόρτῳ — πολύφορτος heavily laden masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούφορτος — βούφορτος, ον (Α) πολύφορτος, βαρυφορτωμένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»