-
1 αὐτό-φορτος
αὐτό-φορτος, 1) mit eigner Last beladen, die Last selbst tragend, Aesch. Ch. 664; Soph. frg. 250; Hes. erkl. αὐτοδιάκονος, aus Cratin. kom. für τοὺς τὰ κοινὰ φορτιζομένους. – 2) ναῠς ἀπόλωλε αὐτόφορτος, sammt der Ladung, Plut. tranq. an. 6; Aem. Paul. 9.
-
2 αὐτόφορτος
αὐτό-φορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόφορτος
-
3 αὐτόφορτος
αὐτό-φορτος, (1) mit eigner Last beladen, die Last selbst tragend. (2) samt der Ladung -
4 αυτοφορτος
См. также в других словарях:
φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… … Dictionary of Greek
Λακλό, Πιερ Σοντερλό ντε- — (Pierre Ambroise Choderlos de Laclos, Αμιέν 1741 – Τάραντας 1803). Γάλλος συγγραφέας. Ήταν στρατιωτικός και στη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως γραμματέας του Φιλίππου της Ορλεάνης, ενώ με τον βαθμό του στρατηγού… … Dictionary of Greek