-
1 φόρτος
A load, freight, cargo, Od.8.163, 14.296, Hes.Op. 631, Hdt.1.1, S.Tr. 537, and later Prose, as PEnteux.2.11 (iii B. C.), Plu.Marc.14, Luc.VH1.34; ἐποιήσαντό με φ., expld. as πεπραγμάτευμαι, προδέδομαι, φόρτος γεγένημαι, Call.Fr.4.10P.; φ. ἔρωτος, of Europa on the bull, Batr.78, cf. Nonn.D.4.118.2 metaph., heavy load or burden, φ. χρείας, κακῶν, E.Supp.20, IT 1306; cf. φορτίον. -
2 φόρτος
φόρτος, ου, ὁ (Hom. et al.; PLond II, 307, 2 p. 84 [II A.D.]; fr. φέρω of goods for transport) esp. the cargo of a ship (Lucian, Nav. 18, Ver. Hist. 1, 34; Achilles Tat. 3, 2, 9; Jos., C. Ap. 1, 63; SibOr 8, 348) Ac 27:10 v.l.; s. φορτίον 1.—Frisk s.v. φέρω B 10. DELG s.v. φόρτος. -
3 φόρτος
φόρτος, ὁ, die Last, Fracht, Bürde, so Viel ein Mensch, ein Thier, ein Schiff tragen kann; die Schiffsladung, Od. 8, 163. 14, 296; Hes. O. 629; φόρτον ὥςτε ναυτίλος Soph. Trach. 534; φόρτον χρείας ἔχειν Eur. Suppl. 20; διατίϑεσϑαι φόρτον Her. 1, 1; Folgde; aber erst Sp. auch im plur., wie Strab. – Uebertr., die Menge, καινῶν φόρτον ἀγγέλλων κακῶν Eur. I. T. 1306. – Bei den Attikern das Gemeine, Rohe, Plumpe, Pöbelhafte, τοιαῦτ' ἀφελὼν καὶ φόρτον καὶ βωμολοχεύματ' ἀγεννῆ Ar. Pax 748, vgl. Plut. 796, wo es der Schol. μέμψις, κατηγορία erkl. – Später = ὕλη, rohe Masse, Stoff, Materie, Aret.
-
4 φορτος
ὅ [φέρω]1) груз, кладь Hom., Hes., Her., Soph., Plut., Luc.2) перен. бремя, тяготаκοινὸν φόρτον τινὴ ἔχειν τινός Eur. — разделять с кем-л. бремя чего-л.
3) грубость, пошлость Arph. -
5 φόρτος
φόρτοςload: masc nom sg -
6 φόρτος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φόρτος
-
7 φόρτος
-
8 φόρτος
ο1) груз, ноша; 2) тяжесть; обременительность; 3) перен. см. φόρτωμα 4;§ γαστρικός φόρτος — тяжесть в желудке
-
9 φόρτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φόρτος
-
10 φόρτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φόρτος
-
11 φόρτος
груз, тяжесть.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φόρτος
-
12 φόρτος
[фортос] ουσ. а. груз, ноша, обременительность, надоедливость,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φόρτος
-
13 φόρτος
[фортос] ουσ α груз, ноша, обременительность, надоедливость. -
14 περί-φορτος
περί-φορτος sehr belastet, wird bezw.
-
15 πολύ-φορτος
πολύ-φορτος, Her. vit. Hom. 1, reich beladen, Ggstz von βραχέα τοῠ βίου ἔχων.
-
16 κατά-φορτος
κατά-φορτος, mit Last versehen, belastet, τινός, womit, Ios. u. a. Sp.
-
17 εὔ-φορτος
-
18 βαρύ-φορτος
βαρύ-φορτος, schwer belastet, Nonn. D. 48, 796.
-
19 μεγαλό-φορτος
μεγαλό-φορτος, mit großer Last, Sp.
-
20 βού-φορτος
βού-φορτος, viel Lasten tragend, Theodorid. 1 (VI, 222).
См. также в других словарях:
φόρτος — load masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… … Dictionary of Greek
φόρτος — ο 1. φορτίο, μεγάλο βάρος. 2. μτφ., ό,τι είναι ενοχλητικό, αφόρητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φόρτοι — φόρτος load masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτοις — φόρτος load masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτοισι — φόρτος load masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτον — φόρτος load masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτου — φόρτος load masc gen sg φορτόω load pres imperat act 2nd sg φορτόω load imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτους — φόρτος load masc acc pl φορτόω load imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτων — φόρτος load masc gen pl φορτόω load imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φορτόω load imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτῳ — φόρτος load masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)