Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φόρτος

См. также в других словарях:

  • φόρτος — load masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… …   Dictionary of Greek

  • φόρτος — ο 1. φορτίο, μεγάλο βάρος. 2. μτφ., ό,τι είναι ενοχλητικό, αφόρητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φόρτοι — φόρτος load masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτοις — φόρτος load masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτοισι — φόρτος load masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτον — φόρτος load masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτου — φόρτος load masc gen sg φορτόω load pres imperat act 2nd sg φορτόω load imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτους — φόρτος load masc acc pl φορτόω load imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτων — φόρτος load masc gen pl φορτόω load imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φορτόω load imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτῳ — φόρτος load masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»