-
41 ἅλς
ἅλς, ἁλός (entst. aus ΣΆΛΣ; sal), 1) ὁ ἅλς, Salz, gew. plural., Hom. Iliad. 9, 214 πάσσε δ' ἁλὸς ϑείοιο, gen. partit., streute des Salzes, etwas Salz, Od. 17, 455 οὐ σύ γ' ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης, v. l. οὔδαλα, Scholl. οὐδ' ἅλα: οὕτως Ἀρίσταρχος ἀνέγνωκε, καὶ ἀπέδωκε τοὺς ἅλας. ὁ δὲ Καλλίστρατος οὔδαλα, τὰ κόπρια, παρὰ τὸ ἐν τῷ οὐδῷ κεῖσϑαι; vgl. Theocrit. Id. 27, 59 φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ' ὕστερον οὐδ' ἅλα δοίης; Od. 11, 123. 23, 270 οὐδέ ϑ' ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν; – sing. Her. 4, 181, ὁ ἅλς 185, plur. 4, 53. 5, 119. – Salz war Symbol der Gastfreundschaft, dah. ἁλῶν κοινωνεῖν, Gastfreunde sein, Dem. Mid. 1 18, wo jetzt λαλῶν steht; ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; wo ist die Gastfreundschaft hin? Dem. 19, 189; τοὺς ἅλας καὶ τὰς σπονδὰς παραβαίνειν 191; s. Zenob. 1, 62; ἅλας συναναλῶσαι Arist. Nic. 8, 8; und wie wir sagen, τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον Plut. de am. mult. p. 290; Archiloch. hat diese Vrbdg zuerst, s. Jacobs Anth. p. 241; sprichwörtl. ἅλας ἄγων καϑεύδεις Zenob. 1, 23; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνϑεν ἦλϑεν ἔνϑ' ἔβη, wie gewonnen, so zerronnen, 2, 20. – Salzlake Call. frg. 5; Nonn. D. 17, 55; – ἅλες Salzwerke D. Hal. 2, 55. – Uebertr., witzige, beißende Reden, Plut. Symp. 5, 10; Ath. IX, 366 c. – 2) ἡ ἅλς, Meer, oft bei Hom., aber nur in cass. obliqq., πολυβενϑέος Od. 4, 406, βαϑείης Iliad. 13, 44, μαρμαρέην 14, 273, πορφυρέην 16, 391; πολιῆς 12, 284, πολιοῖο Od. 5, 410. 9, 132 Iliad. 20, 229 Scholl. Ariston. σημειοῠνταί τινες, ὅτι ἁλὸς πολιοῖο ἔφη, mascul. adject. beim subst. fem. homerisch; ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Iliad. 1, 316; ἅλα δῖαν 1, 141, auch Zeus sagt ἅλα δῖαν Iliad. 15, 161. 223, Scholl. Ariston. 161 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ Ζεὺς τὴν ϑάλασσαν δῖαν εἴρηκεν, vs. 15 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ Ζεὺς δῖον τὸν Ἕκτορα καὶ ἑξῆς τὴν ϑάλασσαν »ἢ εἰς ἅλα δῖαν (161)«, πρὸς τὸ μὴ ὑποπτεύειν τὰ ἐν Ὀδυσσείᾳ »(1, 65) πῶς ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ ϑείοιο λαϑοίμην«; für ἐξ ἁλός v. l. ἔξαλος Od. 1 1, 134. 23, 281, s. Scholl. (11, 134 aus Ariston., 23, 281 aus Didym.), vgl. ἐξ ἁλός Iliad. 20, 14 Od. 5, 422; Iliad. 21, 59 πόντος ἁλὸς πολιῆς, Theogn. 10 γήϑησεν δὲ βαϑὺς πόντος ἁλὸς πολιῆς; Od. 5, 335 ἁλὸς ἐν πελάγεσσι; 12, 27 ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς, auf dem Wasser oder auf dem Lande; die Schiffe ἁλὸς ἵπποι Od. 4, 708; – oft Pind., Tragg., πελαγία ἅλς Aesch. Pers. 427; selten in Prosa.
-
42 ἐμ-πορικός
ἐμ-πορικός, ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch; χρήματα, Güter, die man aus dem Auslande durch Handel bezieht, Ar. Ach. 972; übh. Kaufmannsgüter, Waaren (wie φόρτος, Plut. Lyc. 9 u. a. Sp.); τέχνη Plat. Euthyphr. 14 e, τὰ ναυκληρικὰ καὶ ἐμπορικά Legg. VIII, 842 d; δίκαι Dem. 33, 2, Processe vor dem Handelsgericht, die schneller abgemacht wurden; νόμοι 35, 3; ἐργασίαι, kaufmännische Geschäfte, D. Sic. 11, 56; τάλαντον, μνᾶ, das Handelstalent, die im Handel übliche Mine (sie verhielten sich zur solonischen Münze wie 138 zu 100, vgl. Böckh Staatshh. II S. 349 ff.), Inscr.; – διήγημα, Kaufmannsnachricht, d. i. unzuverlässige, Pol. 4, 39, 11. – Adv. ἐμπορικῶς, kaufmännisch, Strab. VIII p. 376.
-
43 αμαξιτης
-
44 αυτοφορτος
-
45 βουφορτος
-
46 εμπορικος
3торговый, коммерческий(χρήματα Arph., Plut.; τέχνη Plat.; πόλις Arst.; δίκαι Arst., Dem.; φόρτος Plut.)
ἐμπορικὰ διηγήματα ирон. Polyb. — купеческие россказни, бредни -
47 εμφορτος
-
48 ευπιων
-
49 ευφορτος
-
50 μυριοφορτος
-
51 τιμαλφης
2[ἀλφάνω]1) чтимый, прославляемый Aesch.2) высоко ценимый(κτῆμα Plat.)
χρυσοῦ τ. φόρτος Luc. — драгоценный груз золота -
52 тяжесть
1. физ. το βάροςη βαρύτηταη βαρύτης2. (тяжёлый предмет, тяжёлая вещь) το βάροςτο φορτίοο φόρτοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тяжесть
-
53 тяжесть
тяжест||ьж1. фаз· τό βάρος, ἡ βαρύτητα, ἡ βαρύτης:сила \тяжестьи ἡ δύναμη τής βαρύτητας·2. (груз) τό βάρος, τό φορτίο[ν], ὁ φόρτος:перевозка \тяжестьей ἡ μεταφορά φορτίων центр \тяжестьи τό κέντρο τοῦ βάρους·3. перен τό βάρος, τό ἄχθος, ἡ σοβαρότητα:у меня на душе какая-то \тяжесть ἔχω κάποιο βάρος στήν καρδιά· \тяжесть забот τό βάρος τῶν φροντίδων \тяжесть преступления ἡ σοβαρότητα τοῦ ἐγκλήματος. -
54 φορτίον
ноша, кладь, бремя; уменьшительное прил. от φόρτος; син. βάρος, ὄγκος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φορτίον
-
55 φόρτω
-
56 φόρτῳ
-
57 5413
{сущ., 5}ноша, кладь, бремя; уменьшительное прил. от 5414 ( φόρτος).Ссылки: Мф. 11:30; 23:4; Лк. 11:46; Гал. 6:5.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5413
-
58 φορτίον
{сущ., 5}ноша, кладь, бремя; уменьшительное прил. от 5414 ( φόρτος).Ссылки: Мф. 11:30; 23:4; Лк. 11:46; Гал. 6:5.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φορτίον
-
59 φορτίον
{сущ., 5}ноша, кладь, бремя; уменьшительное прил. от 5414 ( φόρτος).Ссылки: Мф. 11:30; 23:4; Лк. 11:46; Гал. 6:5.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φορτίον
-
60 5414
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5414
См. также в других словарях:
φόρτος — load masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… … Dictionary of Greek
φόρτος — ο 1. φορτίο, μεγάλο βάρος. 2. μτφ., ό,τι είναι ενοχλητικό, αφόρητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φόρτοι — φόρτος load masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτοις — φόρτος load masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτοισι — φόρτος load masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτον — φόρτος load masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτου — φόρτος load masc gen sg φορτόω load pres imperat act 2nd sg φορτόω load imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτους — φόρτος load masc acc pl φορτόω load imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτων — φόρτος load masc gen pl φορτόω load imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φορτόω load imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρτῳ — φόρτος load masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)