-
1 ἀγλαό-φορτος
ἀγλαό-φορτος, stolz auf die Last, Nonn. D. 7, 253.
-
2 ἀγλαόφορτος
ἀγλαό-φορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγλαόφορτος
-
3 ἀγλαόφορτος
См. также в других словарях:
ισόφορτος — ἰσόφορτος, ον (Α) αυτός που είναι ίσος με προκαθορισμένο βάρος ή φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φορτος (< φόρτος), πρβλ. αγλαό φορτος, βαρύ φορτος] … Dictionary of Greek
μεγαλόφορτος — μεγαλόφορτος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει μεγάλο φορτίο, βαρυφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + φόρτος (πρβλ. αγλαό φορτος, μυριό φορτος)] … Dictionary of Greek