Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀγλαό-φορτος

См. также в других словарях:

  • ισόφορτος — ἰσόφορτος, ον (Α) αυτός που είναι ίσος με προκαθορισμένο βάρος ή φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φορτος (< φόρτος), πρβλ. αγλαό φορτος, βαρύ φορτος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόφορτος — μεγαλόφορτος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει μεγάλο φορτίο, βαρυφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + φόρτος (πρβλ. αγλαό φορτος, μυριό φορτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»