-
1 έμφορτος
-
2 ἔμφορτος
-
3 εμφορτος
-
4 ἔμφορτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμφορτος
-
5 ἔμφορτος
ἔμ-φορτος, belastet, beladen -
6 έμφορτον
-
7 ἔμφορτον
-
8 έμφορτα
-
9 ἔμφορτα
-
10 έμφορτοι
-
11 ἔμφορτοι
-
12 εμφόρτου
-
13 ἐμφόρτου
См. также в других словарях:
έμφορτος — ἔμφορτος, ον (Α) γεμάτος φορτίο, φορτωμένος, κατάφορτος («πλοῑον ἔμφορτον») … Dictionary of Greek
ἔμφορτος — laden with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφορτον — ἔμφορτος laden with masc/fem acc sg ἔμφορτος laden with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφόρτου — ἔμφορτος laden with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφορτα — ἔμφορτος laden with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφορτοι — ἔμφορτος laden with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)