-
1 βουφορτος
-
2 βούφορτος
βού-φορτος, ον,A = πολύφορτος, AP6.222 (Theodorid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούφορτος
-
3 βούφορτος
-
4 βουφόρτων
βούφορτοςmasc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
βούφορτος — βούφορτος, ον (Α) πολύφορτος, βαρυφορτωμένος … Dictionary of Greek
βουφόρτων — βούφορτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek