-
1 μυριοφορτος
-
2 μυριόφορτος
μῡριόφορτος, μυριόφορτοςmasc /fem nom sg -
3 μυριόφορτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριόφορτος
-
4 μυριόφορτον
μῡριόφορτον, μυριόφορτοςmasc /fem acc sgμῡριόφορτον, μυριόφορτοςneut nom /voc /acc sg -
5 μυριοφόρτου
μῡριοφόρτου, μυριόφορτοςmasc /fem /neut gen sg
См. также в других словарях:
μυριόφορτος — μυριόφορτος, ον (ΑΜ) ο μυριοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φόρτος] … Dictionary of Greek
μυριόφορτος — μῡριόφορτος , μυριόφορτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριόφορτον — μῡριόφορτον , μυριόφορτος masc/fem acc sg μῡριόφορτον , μυριόφορτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek
μυριοφόρτου — μῡριοφόρτου , μυριόφορτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)