-
1 μῡριό-φορτος
μῡριό-φορτος, dass., ναῦς, Automed. 11 (X, 23).
-
2 μυριόφορτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριόφορτος
-
3 μυριοφορτος
См. также в других словарях:
μεγαλόφορτος — μεγαλόφορτος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει μεγάλο φορτίο, βαρυφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + φόρτος (πρβλ. αγλαό φορτος, μυριό φορτος)] … Dictionary of Greek